3.11.12

Του κύκλου τα γυρίσματα.


Χρυσαυγή. Επαρχία Λαγκαδά. Μάιος του 1923.

      Η μαγεία της πλάσης είχε κάνει και πάλι την εμφάνισή της εδώ και κάμποσες ημέρες στους καταπράσινους λόφους γύρω από το μικρό χωριό. Η μητέρα φύση ήταν για μια ακόμη φορά πιστή στο ραντεβού της και ντυμένη στα καλύτερά της. Σαν να γιόρταζε και να είχε βάλει τα κυριακάτικά, τα πλουμιστά  της ρούχα.  Τα δένδρα, τα πουλιά, οι μέλισσες, τα ζώα…  ακόμα και οι μίζεροι θάμνοι που έζωναν το τοπίο από παντού έδειχναν να συμμετέχουν σ`αυτήν τη γιορτή. Ο ζωοφόρος ήλιος έλαμπε κι`αυτός μεγαλοπρεπής. Κυρίαρχος των πάντων. Αρχηγός.   Όπως πάντα συνέβαινε από την απαρχή του κόσμου έτσι και φέτος, ο χειμώνας είχε φύγει κυνηγημένος και στην θέση του εμφανίσθηκε η … ευτυχία, εμφανίσθηκε η άνοιξη. Αναγέννηση! Θαύμα! Σαν κάτι το μαγικό και το ανεξήγητο. Ο αέναος ευλογημένος κύκλος της ζωής για μια φορά ακόμη ανταποκρίθηκε στο αιώνιο καθήκον του. Πιστός στο ραντεβού του με τον άνθρωπο και με την φύση.  Με ολόκληρο τον πλανήτη. Κάλεσμα ζωής.

 
Ο Αρίστος δεν μπορούσε να κρύψει την χαρά του. Ξαπλωμένος κάτω από την παχιά σκιά ενός τεράστιου αρχαίου δένδρου σφύριζε το αγαπημένο του τραγούδι και κάθε τόσο χασκογελούσε. Αισθάνονταν σαν μικρό παιδάκι, ελεύθερος. Μικρές δόσεις αδρεναλίνης τον κυρίευαν κάθε λίγο και λιγάκι και τον έστελναν μακριά… σε άλλους κόσμους. Καλύτερους κόσμους. Κόσμους ευδαιμονίας. Τέντωσε το κορμί του στο παχύ χορτάρι και έβγαλε από το υφασμάτινο σακούλι που είχε μαζί του μια τεράστια μποτίλια γεμάτη αγνό κόκκινο κρασί. Το ρούφηξε με ηδονή ενώ πιο πέρα έβλεπε τα πρόβατά του να τριγυρνούν αμέριμνα μασουλώντας το άφθονο γρασίδι που η φύση της υπαίθρου απλόχερα μοίραζε. Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε το μαλλιαρό σβέρκο του καλού του φίλου. Ο Ντούτσε, το πελώριο ασπρόμαυρο τσομπανόσκυλο, μισοναρκωμένος κι`αυτός από την απόλυτη αγαλλίαση του όλου περιβάλλοντος σιγογρύλλισε ικανοποιημένος.

     Η χαρά του Αρίστου γινόταν ακόμα μεγαλύτερη όταν  σκεφτόταν  την Μαρία. Την δεκαοκτάχρονη αρραβωνιαστικιά του που σε λίγες μέρες θα γινόταν επιτέλους γυναίκα του. Τρία χρόνια την πολιορκούσε χωρίς όμως καμία ανταπόκριση από μέρους της. Μόλις πριν μερικούς μήνες μάλιστα σκέφτηκε να τα παρατήσει οριστικά καθώς η Μαρία έδειχνε παγερά αδιάφορη στις επανειλημμένες  εκκλήσεις του. Ο Αρίστος είχε αρχίσει να αμφιβάλλει για την ευτυχή κατάληξη των απεγνωσμένων προσπαθειών του. Και ξαφνικά μια μέρα του Απρίλη, σαν απ`το πουθενά, η Μαρία  αποφάσισε να ενδώσει στην επιμονή του. Τρία χρόνια μαρτυρίου έφθασαν ξαφνικά και αναπάντεχα στο τέλος τους. Μαζί με τα χιόνια έφυγαν και οι όποιοι δισταγμοί της αγαπημένης του. Ήταν να μην λατρεύει ο Αρίστος την άνοιξη? Χαμογέλασε. Σε λίγες μόνο μέρες και μετά από το τεράστιο πανηγύρι που θα συνόδευε τον γάμο τους, το λαστιχένιο της κορμί που μόνο στη φαντασία του γνώριζε θα γίνονταν δικό του. Για πάντα. Με αυτήν την ανομολόγητη σκέψη στο μυαλό άδειασε με μιας την μποτίλια μέσα του και ένιωσε τα στήθια του ηδονικά να καίνε.  Έκλεισε τα μάτια του και  αποκοιμήθηκε. Χαμογελώντας.

    Τα όνειρά του ήταν απαίσια. Βασανιστικά. Σιχαμεροί δαίμονες με μορφή δράκων τον κυνηγούσαν με μανία σε ένα τοπίο ζοφερό και απόκοσμο. Κατάξερα μυτερά βράχια μέσα σε μια κατακόκκινη σαν αίμα έρημο ήταν το περιβάλλον της δοκιμασίας του. Μάταια προσπαθούσε να ξεφύγει τρέχοντας με όλη του τη  δύναμη και ψάχνοντας για κάποιο καταφύγιο. Τίποτα. Παντού τον περιτριγύριζαν τεράστιες φωτιές που έμοιαζαν ζωντανές και έκαιγαν ασταμάτητα. Και οι δαίμονες παντού. Δεκάδες από δαύτους συνεχώς κοντά του. Με όψη διαβολική και δέρμα γλοιώδες. Ο Αρίστος έτρεχε αλλά οι δράκοι φαίνονταν να ξέρουν πάντα προς τα πού θα κατευθυνθεί. Και τον πρόφταιναν. Ήταν μονίμως περικυκλωμένος. Άγρια ουρλιαχτά δονούσαν τα αφτιά του. Ο ουρανός ήταν κατάμαυρος. Σαν να μην υπήρχε καν. Κόλαση. Κρύος  ιδρώτας τον έλουζε ολόκληρο. Έπεσε στο παγωμένο έδαφος και έκλεισε τα μάτια του. Άρχισε να προσεύχεται. Άρχισε να κλαίει. Οι δαίμονες τώρα ήταν από πάνω του. Ο θάνατος ήταν κοντά και ο Αρίστος άρχισε να πιστεύει πως μάλλον θα του ήταν λύτρωση. Οι βδελυροί δράκοι ετοιμάστηκαν για την τελική επίθεση. Τα απαίσια κιτρινισμένα και  κοφτερά σαν λάμες δόντια τους κροτάλιζαν με μανία. Ο θόρυβος που έκαναν ήταν τρομακτικός. Τσάκα τσάκα τσάκα……. Το κεφάλι του Αρίστου πήγαινε να σπάσει. Και ξαφνικά ο ήχος του κροταλίσματος των δοντιών μεταλλάχτηκε. Έγινε  ένας απαίσιος… μεταλλικός θόρυβος που γέμισε το κεφάλι του. Το αποκορύφωμα των βασανιστηρίων του. Παρακάλεσε τον θεό ο θάνατος του να είναι γρήγορος. Όμως οι δαίμονες τρομαγμένοι και αυτοί από τον νέο και ισχυρότερο αυτό θόρυβο τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Ο δυσάρεστος αυτός ορυμαγδός τον έσωσε από δαύτους. Ο Αρίστος άνοιξε τα μάτια του. Με μεγάλη ανακούφιση διαπίστωσε ότι όλα ήταν ένα όνειρο ή μάλλον ένας αποκρουστικός εφιάλτης. Τα πρόβατα συνέχιζαν να βοσκούν αμέριμνα, ο ήλιος συνέχιζε να λάμπει επιβλητικά και ο Ντούτσε παρέμενε, αν και λίγο ανήσυχος, σταθερά στο πλευρό του. Μάλλον θα έφταιγε το κρασί σκέφτηκε προσπαθώντας να ανασηκωθεί. Ο σιδερένιος όμως θόρυβος που συνόδευε τον εφιάλτη του συνέχισε να ακούγεται. Και να πλησιάζει. Ο Αρίστος τρόμαξε. Σε όλα τα εικοσιπέντε του χρόνια δεν είχε ξανακούσει τέτοιον απαίσιο ήχο. Σαν να χτυπάνε χιλιάδες τσίγκινες κατσαρόλες στον ουρανό σκέφτηκε. Και τότε το είδε να έρχεται προς το μέρος του. Στην αρχή δεν πολυανησύχησε. Το παρακολουθούσε ενεός. Έμοιαζε απλά με ένα μεγαλούτσικο ασημένιο τζιτζίκι ψηλά στον ουρανό. Όσο όμως τον πλησίαζε τόσο μεγάλωνε και κάλυπτε με τον σιδερένιο του όγκο  τον ορίζοντα. Μια τεράστια πανάσχημη μεταλλική ακρίδα με απλωμένα μακριά πλοκάμια που στροβιλίζονταν γύρω γύρω σπέρνοντας παντού τον δυσάρεστο εκείνο θόρυβο. Σαν χαλασμένος ανεμόμυλος σκέφτηκε. Πάγωσε από τον φόβο. Τον τρόμο του συνόδευσε και μια δύσπνοια. Του`ρθε να κάνει εμετό. Μάταια. Μέσα σε λίγα λεπτά το απόκοσμο αυτό τέρας ήρθε και αιωρήθηκε πάνω από το κεφάλι του. Γιγάντια κύματα αέρος λύγιζαν το χόρτο αλλά και τις φυλλωσιές των δένδρων γύρω του ξεριζώνοντας μάλιστα και κάποιους θάμνους. Ήταν σαν  μια ισχυρή καταιγίδα που όμοιά της δεν ξανάδε… αλλά μόνο πάνω από το σημείο που βρίσκονταν ο Αρίστος. Καμία όμως καταιγίδα δεν συνοδεύονταν από τέτοιο δυνατό θόρυβο. Ο Ντούτσε με κατεβασμένα τα αφτιά και την ουρά χωμένη στα σκέλια άρχισε να τρέχει κλαψουρίζοντας προς το χωριό. Ο Αρίστος είχε τώρα κυριολεκτικά παραλύσει από τον φόβο του. Παρά τις προσπάθειες του δεν μπορούσε να κουνηθεί. Ένιωσε ένα πόνο σαν τρύπημα να του γεμίζει το στήθος και μια ξαφνική υγρή δροσιά να κυριεύει το εσωτερικό του κεφαλιού του. Η καρδιά του που χτυπούσε μανιωδώς προσπαθώντας να δραπετεύσει από τα στήθια του δεν μπόρεσε να αντέξει. Κατέρρευσε. Ο Αρίστος πέθανε από αυτό που αν υπήρχε στην εποχή του ιατροδικαστής θα ονόμαζε <οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου οφειλόμενο σε συγκινησιακή υπερφόρτιση>. 


  
Αεροδρόμιο Θεσσαλονίκης, Μάιος του 2008.
 
 Ο Γιώργος έκανε έναν τελευταίο έλεγχο γύρω από το ολοκαίνουργιο ελικόπτερο. Ένα πανέμορφο πενταθέσιο αριστούργημα τύπου R-44. Ήταν ο λεγόμενος έλεγχος walkaround που σκοπό είχε να εντοπιστούν τυχόν ξεχασμένα καλώδια, ανοιχτές καλύπτρες κλπ. Είχε ήδη υποβάλλει το σχέδιο πτήσης στον πύργο, είχε τελειώσει τις απαραίτητες διατυπώσεις στον Αερολιμενικό Έλεγχο και σε λίγα λεπτά θα ξεκινούσε την πτήση του. Μια απλή τοπική πτήση ρουτίνας που δεν θα διαρκούσε πάνω από τριάντα περίπου λεπτά. Κάποιος βιομήχανος  είχε ναυλώσει το αεροσκάφος με σκοπό να κάνει μια βόλτα πάνω από το εργοστάσιό του σε ένα χωριό στην περιοχή του Λαγκαδά και να βγάλει μερικές φωτογραφίες προκειμένου να του χρησιμεύσουν στα σχέδια επέκτασης της μονάδας που ετοίμαζε. Για τον Γιώργο ήταν ένα ακόμη πανεύκολο μεροκάματο και τα χρήματα που θα έπαιρνε του ήταν παραπάνω από απαραίτητα. Θα παντρεύονταν σε έναν μήνα και τα έξοδα τον περικύκλωναν από παντού. Σκεπτόμενος τον επικείμενο γάμο του αλλά και τον προορισμό της σημερινής του πτήσης χαμογέλασε. 
Θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς του της Μαρίας που λίγες ημέρες πριν πεθάνει και μέσα στο παραλήρημα του πυρετού της του <εξομολογήθηκε> μια ιστορία αλλόκοτη. Ο Γιώργος δεν την είχε πολυπιστέψει αλλά του φάνηκε αρκετά ενδιαφέρουσα. Με φιλοσοφικές προεκτάσεις. Ούτε λίγο ούτε πολύ, η γιαγιά του στο νεκροκρέβατό της του είπε ότι αν και ο αγαπημένος της εγγονός, δεν θα υπήρχε στον κόσμο ούτε αυτός αλλά ούτε και ο πατέρας του αν δεν της  συνέβαινε κάποτε  κάτι το τραγικό και συνάμα ανεξήγητο. Κάτι που κρατούσε μέσα της και που την απασχολούσε για δεκαετίες. Λίγες μόνον ημέρες πριν από τον γάμο της με κάποιο παλικάρι του χωριού, αυτό βρέθηκε νεκρό δίπλα στο κοπάδι του. Κανένας δεν ήξερε τι του συνέβη. Δεν είχε τραύματα επάνω στο κορμί του αλλά ούτε και είχε αρρωστήσει ποτέ. Μυστήριο ανεξήγητο ο θάνατός του. Μοναδικός  μάρτυρας ήταν ο σκύλος του που είχε τρέξει να κρυφτεί στο σπίτι του στο χωριό. Μάλλον λύκοι θα τον τρόμαξαν και πέθανε από το φόβο του  ήταν το πόρισμα των συγχωριανών κρίνοντας και από τον σκύλο ο οποίος δεν ξεμυτούσε πλέον από το σπιτάκι του. Και έτσι η γιαγιά του η Μαρία τελικά παντρεύτηκε κάποιον άλλον, τον παππού του Γιώργου, και γέννησε τον πατέρα του τον Σωκράτη και έτσι λοιπόν γεννήθηκε κι`αυτός. 
Η ύπαρξή του δηλαδή οφειλόταν σε έναν ανεξήγητο θάνατο κάποιου άσχετου τσομπάνη πολλά χρόνια πριν… Τι σου είναι η ζωή σκέφτηκε ο Γιώργος χαμογελώντας ενώ έδενε επιμελώς τις τετραπλές ζώνες ασφαλείας  στο κάθισμα του ελικοπτέρου.

   < Ground το SX-HHH δηλώνω good and ready. Request permission for direct take off from stand number two and I also request heading 350 degrees over the lakes. No intention to land today.>

<Roger Sierra triple hotel, you are clear to take off. Report over Laga point. Weather as you know is cavokey. If you intend to land anyway  please contact us via telephone.>

<Ελήφθη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, θα αναφέρω στις λίμνες αρχικά και εν συνεχεία στο Laga Point. Δεν θα προσγειωθώ. Διαθέτω καύσιμα για πτήση 50 λεπτών συνολικά.>

   Το ασημένιο ελικόπτερο ξεκίνησε με μεγαλοπρέπεια την άνοδό του σκίζοντας τον αέρα με τα τεράστια πτερύγια του στροφείου του. Ο Γιώργος με γρήγορες, σταθερές και μεθοδικές κινήσεις κατάφερε μέσα σε λίγα λεπτά απομακρυνόμενος από το αεροδρόμιο να φθάσει τα 6.000 πόδια ύψος  και σημαδεύοντας προς το βουνό Χορτιάτη που θα έπρεπε να υπερσκελίσει προκειμένου να βρεθεί στον κάμπο του Λαγκαδά άναψε τσιγάρο. Ο επιβάτης του φαινόταν νευρικός. Ελπίζω να μη μου γεμίσει τα καθίσματα με κανένα εμετό σκέφτηκε ο Γιώργος και αμέσως μείωσε την ταχύτητά του φροντίζοντας να εξαφανίσει και τυχόν απρόβλεπτους κραδασμούς. 
Ο καιρός ήταν καλός και αφού θα έκανε μια διέλευση επάνω από το εργοστάσιο του πελάτη του θα φρόντιζε να αιωρηθεί για ένα δυο λεπτά προκειμένου ο τύπος να βγάλει τις φωτογραφίες που ήθελε. 
Περνώντας επάνω από την κορυφή του Χορτιάτη που χώριζε την περιοχή στα δύο είδε στο βάθος τις λίμνες του Λαγκαδά. Αναστέναξε από θλίψη καθώς διαπίστωσε για μια ακόμη φορά την συνεχιζόμενη εδώ και χρόνια σμίκρυνση τους από την παντελή έλλειψη νερού. Από τότε που είχε αρχίσει να πετάει εδώ και αρκετό καιρό, χρόνο με το χρόνο έβλεπε την συνεχή καταστροφή των λιμνών. Η γιαγιά του που είχε μεγαλώσει στην περιοχή του θύμιζε συνεχώς πως το χωριό τους κάποτε διέθετε αρκετούς ψαράδες και πως τα γριβάδια που ψάρευαν ήταν βασική τροφή για τους χωρικούς. Σαν ψέματα σκέφτηκε ο Γιώργος βλέποντας την τωρινή κατάντια των λιμνών που όχι ψάρια αλλά ούτε καν βατράχια δεν θα ήταν ικανές να συντηρήσουν.

    Τις σκέψεις του διέκοψε η ξαφνική εμφάνιση ενός αρκετά  μεγάλου κατάμαυρου σύννεφου τύπου cumulus ακριβώς στην περιοχή που ο Γιώργος σκόπευε να πάει. Ελάχιστα βορειοδυτικά του χωριού Χρυσαυγή. Εκεί που ήταν και το εργοστάσιο του επιβάτη του. Ο Γιώργος παραξενεύτηκε. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο σύννεφο και μάλιστα σε ένα καταγάλανο από άκρη σε άκρη ουρανό. Έψαξε τα χαρτιά του και βρήκε το τελευταίο μετεωρολογικό δελτίο που είχε πάρει από το αεροδρόμιο μόλις πριν από είκοσι λεπτά. Καμία πρόβλεψη για οποιαδήποτε νέφωση στην ευρύτερη περιοχή. Έπιασε το μικρόφωνο.

<ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ το SX-HHH. Έχετε καμία ενημέρωση για καταιγίδα ή οτιδήποτε έκτακτο καιρικό φαινόμενο  στην περιοχή Λαγκαδά?>

<SX-HHH wait one…. Αρνητικό. Clear weather all around. Cavokey. 23 celsius wind άπνοια.>

<Ελήφθη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Ευχαριστώ. Θα αναφέρω επιστρέφοντας.>

<Roger Sierra Hotel. Αναμένουμε.>

   Με κάποιες ελαφρές κινήσεις ο Γιώργος προσπάθησε να παρακάμψει το βλοσυρό σύννεφο αλλά μάταια. Όπου κι`αν σημάδευε αυτό κατάφερνε να βρίσκεται μπροστά του, μπλοκάροντας την πορεία του. Ανάθεμά σε μουρμούρισε συγχυσμένος και βλέποντας με την άκρη του ματιού του τον δείκτη των καυσίμων να κατεβαίνει αποφάσισε να το διασχίσει περνώντας από μέσα του. Δεν φαινόταν άλλωστε και πολύ μεγάλο σε μήκος.  Σημάδεψε το ελικόπτερο προς το κάθετο σύννεφο και ανεβάζοντας στροφές στον πανίσχυρο κινητήρα βρέθηκε γρήγορα στο εσωτερικό του. Για μερικά δευτερόλεπτα όλα γύρω τους σκοτείνιασαν. Μαυρίλα. Ακόμα και τα άπειρα πολύχρωμα φωτάκια στον πίνακα οργάνων του αεροσκάφους έσβησαν. Ο κινητήρας λειτουργούσε περίφημα αλλά παντού…σκοτάδι. Σε δευτερόλεπτα το ελικόπτερο βρέθηκε και πάλι έξω από το σύννεφο και όλα ξανά έμοιαζαν φυσιολογικά. Ο Γιώργος παραξενεμένος έστριψε το κεφάλι του προς τα πίσω να δει το νέφος που μόλις είχε διασχίσει αλλά αυτό δεν φαινόταν πουθενά. Ο ουρανός ήταν παντού καθαρός και καταγάλανος. Τι στο διάολο σκέφτηκε και συγκεντρώθηκε ξανά στα διαδικαστικά της πτήσης.

   <Δεν το βλέπω, τι έγινε χαθήκαμε;>

    Η φωνή του επιβάτη του διέκοψε την συγκέντρωση του Γιώργου που και αυτός με καρφωμένο το βλέμμα στο βάθος του ορίζοντα αναρωτιόταν για ποιο λόγο δεν μπορούσε να διακρίνει το εργοστάσιο που φυσιολογικά θα έπρεπε να βρίσκεται εμφανέστατο στην πλαγιά του λόφου που με σταθερή ταχύτητα πλησίαζαν. Αριστερά στο βάθος έβλεπε το χωριό Χρυσαυγή εκεί που έπρεπε να βρίσκεται, αλλά το εργοστάσιο πουθενά. Όπως πουθενά δεν μπορούσε να διακρίνει ασφάλτινους δρόμους, καλώδια της ΔΕΗ, αυτοκίνητα…. Κοίταξε την πυξίδα και βεβαιώθηκε ότι βρίσκονται στο σωστό μέρος. Η πλαγιά του λόφου πλησίαζε κανονικά αλλά αντί για βιομηχανική μονάδα το μόνο που διέκρινε ήταν ένα κοπάδι από πρόβατα που βοσκούσαν αμέριμνα. Άρπαξε το μικρόφωνο και με τρεμάμενη φωνή απευθύνθηκε στον Πύργο Ελέγχου της Θεσσαλονίκης

<ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ το ΗΗΗ, παρακαλώ κάντε ένα τσεκ με vectoring. Έχετε το στίγμα μου;>

Σιωπή. Απάντηση καμία. Μόνο κάποια στατικά παράσιτα από τα ηχεία του ελικοπτέρου.

<ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ακούτε το ΗΗΗ;  Ακούει το ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ;>

Και πάλι σιωπή. Ο Γιώργος φανερά ανήσυχος άρχισε να παίζει με τον διακόπτη των συχνοτήτων. Δοκιμάζοντας τόσο τις διαθέσιμες πολιτικές όσο και τις στρατιωτικές συχνότητες του ασυρμάτου δεν μπόρεσε πετύχει κάποια επαφή. Παντού ο θόρυβος των παρασίτων ήταν κυρίαρχος. Κοιτάζοντας μπροστά προς την καταπράσινη πλαγιά που τώρα ήταν σχεδόν από κάτω τους ο Γιώργος διέκρινε έναν μισοξαπλωμένο άνδρα κοντά στο κοπάδι. <Θα το προσγειώσω να μάθω τι στο διάολο γίνεται> είπε στον επιβάτη του. Αυτός αντί για απάντηση του έδειξε με το χέρι τον άνδρα που με μια τραμιτζάνα δίπλα του έριξε το κεφάλι του προς τα πίσω σαν να λιποθύμισε. Ένας τεράστιος σκύλος άρχισε να τρέχει.  <Ο Αλβανός θα παραήπιε μάλλον>  είπε ο Γιώργος και άλλαξε γνώμη για την προσγείωση. Ξαφνικά ένα τεράστιο τράνταγμα συγκλόνισε το ελικόπτερο που φάνηκε έτοιμο να διαλυθεί. Ταυτόχρονα άρχισαν να ακούγονται φωνές στην συχνότητα.

<SX-HHH do you read? MAKEDONIA airport is calling. Please acknowledge. If you read us  please acknowledge. Over.>

<Roger MAKEDONIA. SX-HHH εδώ, σας είχα χάσει για τρία περίπου λεπτά. Σας λαμβάνω καθαρά τώρα. Position 4 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Λαγκαδά. Over.>

<SΧ-ΗΗΗ τι τρία λεπτά; Προσπαθούμε να σας πιάσουμε για σαράντα περίπου λεπτά. Βάσει του σχεδίου σας δεν έπρεπε να προσγειωθείτε πουθενά. Μας ανησυχήσατε. Σκεπτόμασταν να δηλώσουμε emergency.>

<MAKEDONIA tower εμείς δεν,  επαναλαμβάνω ΔΕΝ προσγειωθήκαμε. Τρία λεπτά μόνο χάσαμε επαφή ασυρμάτου μαζί σας. Τώρα είμαστε ΟΚ.>

<Θα τα πούμε  με την επιστροφή σας στο έδαφος. Ελεύθεροι για πορεία 160 μοίρες και αναφέρετε μετά τον Χορτιάτη. Καθαρός καιρός και η ώρα 13:42 τοπική.>

<Ελήφθη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ… επιστρέφω.>

Ο Γιώργος ήταν ανήσυχος. Όχι μόνο γιατί μάλλον χαθήκανε αναίτια και ο επιβάτης του δεν μπόρεσε να πετύχει το σκοπό του να φωτογραφήσει το εργοστάσιο αλλά κυρίως διότι βλέποντας τόσο το ρολόι στον καρπό του όσο και αυτό του ελικοπτέρου κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Η μόνη ελπίδα του ήταν να είχαν χαλάσει και τα δυο ρολόγια συγχρόνως. Με ύφος δήθεν αμέριμνο απευθύνθηκε στον επιβάτη του που μάλλον ήταν ακόμη σαστισμένος.

<Εσείς τι ώρα έχετε παρακαλώ;>

<Με το ρολόι μου η ώρα είναι μια και τρία λεπτά και στο κινητό μου δείχνει 13:05. Είμαστε εντάξει από καύσιμα ή να ανησυχώ;>

Ο Γιώργος με δυσκολία προσποιήθηκε τον ψύχραιμο. Το μόνο που δεν τον απασχολούσε ήταν τα καύσιμα.

<Μια χαρά είμαστε. Κανένα πρόβλημα.>

Ο Γιώργος κιτρίνισε.  Προσπαθώντας να δείξει ψύχραιμος συγκεντρώθηκε στην πτήση παίζοντας με τα κουμπάκια της οροφής. Μέσα του όμως έβραζε. Χιλιάδες σκέψεις περνούσαν  από το μυαλό του. Ακόμα και η εικόνα της γιαγιάς του που τόσο τον αγαπούσε…..


Μάριος Αντύπας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου