26.1.13

Έχουμε τους καραγκιόζηδες που μας αξίζουν…


«Να το ξέρεις! Ο Γιώργος Πάντζας υπήρξε ο βασιλιάς της ελληνικής κωμωδίας!», θα μας εκμυστηρευθεί, με απροσποίητο ενθουσιασμό, ο παλαίμαχος κωμικός Ντάνος Λυγίζος.
Και όταν ένας Λυγίζος μιλά για κωμωδία, εμείς οι υπόλοιποι μόνο να σιωπούμε μπορούμε.
Μας έκανε, πάντως, εντύπωση ο αόριστος.
Γιατί «υπήρξε», κ. Λυγίζο;
Στη δική μας καρδιά, ο Πάντζας παραμένει ο παντοτινός βασιλιάς του γέλιου…


Ο Γιώργος, εύθραυστος και υπερβολικά ευαίσθητος από παιδί, είδε από ενωρίς τη ζωή να του δείχνει τα δόντια της.
Καθημερινότητα οδυνηρή, γεμάτη απάνθρωπες στερήσεις, αποκάλυψε πρόωρα στον μικρό Πάντζα την σκληρότητα τούτης της βιωτής...
Ίσως από εκείνα τα άγουρα χρόνια – λένε όσοι τον ξέρουν καλά – να ένιωσε πολιτικά σκιρτήματα δυνατά και, ενδεχομένως, κάπου εκεί να πρέπει να αναζητηθούν οι ρίζες της μετέπειτα παθιασμένης αφοσίωσής του στις αρχές του Σοσιαλισμού.



Ο Γιώργος αποφάσισε, όμως, ότι οι δυσκολίες του βίου δεν θα τον νικούσαν.
Και τα κατάφερε!
Έπιασε, 15 ετών παιδί, δουλειά σε αποθήκη υφασμάτων –στους Σεχόπουλους– κι έτσι μπορούσε να επιβιώνει.
Πιθανώς εκεί να οφείλεται και το πάθος που άρχισε να εκδηλώνει για τον ρουχισμό. Έβλεπε το ύφασμα – το κασμίρι, το λινό – και ήθελε να το νιώσει πάνω του, μετασχηματισμένο σε ένα κομψό κοστούμι, σε ένα φίνο παντελόνι!
Του έλεγαν ότι ήταν και νόστιμος, οπότε το καλό ντύσιμο τού ταίριαζε γάντι, ενισχύοντας το ζηλευτό παρουσιαστικό του.
«Ό,τι χρήματα έβγαζε ο Γιωργάκης, ήδη από την εποχή εκείνη, τα έκανε ρούχα! Ρούχα και διασκέδαση!», θα πει άνθρωπος που τον γνωρίζει από παλιά. «Αυτό ήταν το μεράκι του! Ήταν και ωραίο παιδί τότε, αδύνατο και λεβέντικο, και του άρεσε να ντύνεται κομψά, να βγαίνει βόλτες και να κυνηγάει τον ποδόγυρο!», θα συμπληρώσει αφοπλιστικά αλλά και διαφωτιστικά.
Πράγματι. Κυκλοφορούσε ο Πάντζας και έτριζε ο τόπος. Ήταν ένας (πτωχός) ντελικανής…
Η ενασχόληση με την εξωτερική εμφάνιση άρχιζε να στρέφει τον κομψευόμενο Πάντζα στις ατραπούς της ματαιοδοξίας. Θέλησε να γίνει ηθοποιός – όχι και το ουσιαστικότερο των επαγγελμάτων.
Δεν είχε μυαλό για άλλες, σοβαρότερες ενασχολήσεις.
Πάμφτωχο παιδί, ετοιμαζόταν αρχικά για να μπαρκάρει, αλλά η ματαιοδοξία είχε πιάσει για τα καλά το τιμόνι της ζωής. «Δεν θέλω να γίνω ναυτικός! Θέλω να γίνω ηθοποιός!», δήλωσε στον εαυτό του και τους οικείους του ο νεαρός Πάντζας.
Όνειρό του να πάει στην Αμερική και στο Actors Studio!
«Εκεί θα εκτιμήσουν πιο πολύ το ταλέντο μου. Ίσως να έχω και περισσότερες ευκαιρίες. Θα μπορούσα ακόμα και να κατακτήσω το Hollywood!», μονολογούσε. Άλλωστε, ήθελε να ξεφύγει με κάθε τρόπο από τη μιζέρια που του στοίχειωνε τη ζωή.
Το πώς ένιωθε τότε θα το αποκαλύψει, με ένα εντυπωσιακό παιχνίδι της τύχης, πολύ αργότερα, φτασμένος ηθοποιός πλέον, στην περίφημη κινηματογραφική επιτυχία του «Ο Γαμπρός μου ο Δικηγόρος».
Ας τον ακούσουμε, λοιπόν, να μιλά με τα λόγια του πρωταγωνιστή της ταινίας, του (απογοητευμένου) δικηγόρου Μικέ Λογαρά: «Πάλεψα, αγωνίστηκα, ξενύχτισα… Βαρέθηκα! Τη μιζέρια, τη φτώχεια, το γυρισμένο κοστούμι, τον κινηματογράφο με το φτηνό εισιτήριο, το φτωχό ταβερνάκι!».
Τελικά, όμως, η ζωή τα έφερε αλλιώς κι έτσι η Αμερική και οι ευκαιρίες της παρέμειναν ένα  όνειρο μακρινό…
Φοβούμενος μήπως και τον διαμελίσουν οι Αμερικανοί – μιας και ο ποιητής πατέρας του ήταν διωκόμενος αριστερός – ο Γιώργος αποφασίζει να δώσει εξετάσεις στο Εθνικό θέατρο.
«Ελλάδα και πάλι Ελλάδα!» θα πει (κάνοντας και την ανάγκη φιλοτιμία…).
Οι εξεταστές εξετίμησαν το πάθος του νεαρού λιμοκοντόρου, τη θέληση για άνοδο, αλλά και το συμπαθητικό παρουσιαστικό του, και έτσι θα του επιτρέψουν να εισέλθει – με ντρίλινο μεν κοστούμι, αλλά πάντως κοστούμι – στη σχολή του Εθνικού («θριαμβευτικά», όπως θα δηλώσει, πολλά χρόνια αργότερα, ο ίδιος). 
Από εκεί και πέρα, τίποτα δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην ξέφρενη πορεία του Πάντζα στις λεωφόρους της υποκριτικής τέχνης.
Στον χώρο του κινηματογράφου κυρίως θα ξεδιπλώσει το ταλέντο του ο Γιώργος. Πολλές οι ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε. Ο κολοφώνας, όμως, της κινηματογραφικής του παρουσίας πρέπει, μάλλον, να θεωρηθεί «Ο Μπούφος», όπου υποδύθηκε με αξιοσημείωτη επιτυχία τον αδιάφθορο πολιτικό μηχανικό Ηλία Μπουντούνα.
Αλλά και άλλοι, αναρίθμητοι ρόλοι (λ.χ. του Τέλη Σπαρτάλη στο «Αυτό το κάτι άλλο», του Μίλτου Μπατάρα στο «Ο αδελφός μου ο λόρδος»,  του Αχιλλέα Κούρκουτου στον «Αρχιψεύταρο») έδωσαν τη δυνατότητα στον ταλαντούχο ηθοποιό να δείξει υποκριτικές ικανότητες πρωτόγνωρες.
Ο Πάντζας, πάντως, θα ειδικευθεί σε ρόλους γοητευτικού ντιντή/τζιτζιφιόγκου – ρόλους που τους έφερε επάξια εις πέρας αφήνοντας δυνατό καλλιτεχνικό στίγμα. Σήμα κατατεθέν του το μεταξωτό φουλάρι – το κομψό αυτό αξεσουάρ που, σε τούτη
  τη χώρα, λίγοι εξετίμησαν και πολλοί περιγέλασαν.
Αλλά δεν ήταν μόνο η έβδομη τέχνη που δέχθηκε τις υπηρεσίες του Γιώργου.
Ο καλός ηθοποιός θα διακριθεί και στο σανίδι του θεάτρου· της επιθεώρησης κυρίως – της κατάκτησης αυτής του ελληνικού πολιτισμού με τις λεπταίσθητες αποχρώσεις χιούμορ.
Και εκεί ο Πάντζας θα χαρίσει απλόχερα το γέλιο, προσφέροντας χωρίς τσιγκουνιές το κωμικό στοιχείο που με πάθος το κοινό αναζητά.
«Ελλάς ολέ και τσέπες κουρελέ», «Εμείς Χασάν, αυτοί μασάν», «Αγάπη, πάμε κρεβάτι;» είναι μερικές ενδεικτικές καταθέσεις του Πάντζα στην υποκριτική του σανιδιού, που δίνουν διαπιστευτήρια γνήσιου χιούμορ και κωμικής εκλέπτυνσης, μακριά από κάθε έννοια γκροτέσκου.
Η αλήθεια είναι ότι ο Πάντζας, μολονότι κατέκτησε μια σχετική επιτυχία, δεν κατόρθωσε να λάβει τα παράσημα άλλων αντίστοιχων συναδέλφων του – ούτε να αποκτήσει τη δημοφιλία τους.
Ποτέ, λ.χ., δεν έφτασε την αποδοχή ενός Κωνσταντάρα, ενός Βουτσά, ενός Μπάρκουλη.
Ούτε και ενός Γκιωνάκη.
Τοποθετείται, πιθανότητα, στην ίδια κατηγορία με τον Σταύρο Παράβα – ίσως και κάπως χαμηλότερα.
Πολλοί τον θεωρούν ισοϋψή με τον Αλέκο Τζανετάκο· και μάλλον ανώτερο από τον Σωτήρη Τζεβελέκο.
«Πάντα “δεύτερες” ταινίες γύριζε ο Πάντζας…», θα μας πει ο συνάδελφός του, Σ. M. (τα στοιχεία στη διάθεση κάθε ενδιαφερομένου).
Για τούτη την αδυναμία κατακτήσεως της κορυφής, πιθανότητα να μην ευθύνεται η απουσία ικανής ποσότητας ταλέντου.
Ίσως ο λεπτεπίλεπτος Πάντζας να μην «έδεσε» πολύ με το λαϊκό κοινό που παρακολουθούσε όλα αυτά τα θεάματα (σε μια εποχή που – ας μην ξεχνούμε – ενώ σε όλο τον κόσμο ζούσαμε κινηματογραφική κοσμογονία, εδώ ξεκωλωνόμασταν στην φαρσοκωμωδία).
Ίσως το κοινό να μην μπορούσε να ταυτιστεί απόλυτα μαζί του (φορούσε, άλλωστε, και φουλάρι…).
«Ο Πάντζας, αν και μπριλάντε, δεν αγαπήθηκε από το μεγάλο κοινό. Γιατί εξέπεμπε, πολύ έντονα, την επιθυμία του να απευθυνθεί σε ένα πιο απαιτητικό κοινό – σε κοινό προδιαγραφών Actors Studio!..», θα σχολιάσει παλαιός θεατρικός σκηνοθέτης.
Ένας Κάτουλλος της υποκριτικής, λοιπόν, ο Πάντζας;
Πολύ πιθανό – όσο κι αν το τελικό αποτέλεσμα μπορεί και να ξεγελά…
Άλλοι, ωστόσο, αποδίδουν την σχετικώς περιορισμένη επιτυχία του μπριόζου comédien στο υπέρμετρα υπερβολικό του παίξιμο.
Προσωπικώς, στο πεδίο της κωμωδίας (το αγαπημένο μας είδος), η προτίμησή μας χαριζόταν σταθερά στον συμπαθέστατο Πάντζα.
Παίξιμο κρύο, υπερκινητικό, μπουφόνικο, δηλ. εντελώς ιδιαίτερο – σε τίποτα δεν θύμιζε  τις μανιέρες των ανταγωνιστών του.
Όχι ότι δεν είχε τις δικές του μανιέρες ο Γιώργος. Αλλά οι μούτες, οι φωνητικές προσποιήσεις, οι έντονες χειρονομίες τού χάριζαν στίγμα ξεχωριστό.
Η αλήθεια είναι ότι άπαντες – φίλοι κι εχθροί – τον θεωρούν μάλλον κρύο.
Ορισμένοι τον αξιολογούν ως λίγο· κάποιοι, με αναφορές παλαιότερων εποχών, φτάνουν να τον χαρακτηρίσουν ως καμποτίνο!
Έχει, όμως, και ο Πάντζας τους (λίγους) πιστούς οπαδούς του… 
Τα χρόνια πέρασαν και η παρακμή στα είδη που ο μεγάλος μας ηθοποιός υπηρέτησε με αυταπάρνηση (φαρσοκωμωδία και επιθεώρηση) παρέσυρε – δυστυχώς – και τον ίδιο προς τα κάτω.
Παράλληλα, δεν κατόρθωσε να αυξήσει το καλλιτεχνικό του βάρος (σε αντίθεση με το σωματικό...).
Ωστόσο, ο χαλκέντερος  Πάντζας δεν είχε πει ακόμη την τελευταία του λέξη. Την élan που δεν μπορούσε να διοχετεύσει πια στην υποκριτική τέχνη, την επιστράτευσε στην υπηρεσία της πολιτικής.
Η συμμετοχή του, πλέον και επισήμως, στην πολιτική κονίστρα, έδειξε, μεταξύ άλλων, ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα ευρύχωρο, που αγκαλιάζει τους πάντες χωρίς ανώφελες διακρίσεις. Αυτή είναι και η επιτυχία της, άλλωστε. Ωστόσο, στον στίβο της πολιτικής ο Πάντζας δεν τα κατάφερε  τόσο καλά όσο στην καλλιτεχνία (για την ώρα, τουλάχιστον).
Αν και από νεαρό παιδί στην αγκαλιά των «δημοκρατικών δυνάμεων», μόνο με την ένταξή του στο ΠΑΣΟΚ θα νιώσει έτοιμος να μπει στη μάχιμη πολιτική.
Θα ισχυριστεί, μάλιστα, ότι υπήρξε (άτυπος/άμισθος) σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου (του κορυφαίου ινδάλματός του).
Όσο και αν ερευνήσαμε, όμως, δεν κατέστη δυνατόν να επιβεβαιώσουμε τούτο τον ισχυρισμό του.
Το βέβαιον είναι ότι ο αγωνιστής ηθοποιός εξελίχθηκε, δυστυχώς, σε γυρολόγο της πολιτικής.
Μετά το ΠΑΣΟΚ (που τον απογοήτευσε λόγω «δεξιάς στροφής»), επόμενη στάση του υπήρξε το ΔΗΚΚΙ.  
Εκεί θα συνεργαστεί απρόσκοπτα και δημιουργικά με ηγετικές φυσιογνωμίες του μεγέθους ενός Δημήτρη Τσοβόλα, ενός Γιάννη Δημαρά, αλλά και ενός Παναγιώτη Μαντά (η πολιτική σκέψη του οποίου – όπως λέγεται – έχει επηρεάσει τον Πάντζα βαθιά και καθοριστικά). 
Τελικά, όμως, το κοινό δεν ανταποκρίθηκε σύμφωνα με τις προσδοκίες κι έτσι ο Γιώργος ούτε μέσω του ΔΗΚΚΙ κατάφερε να δώσει στην κοινωνία αυτό που ήθελε και μπορούσε.
Με την ένταξή του στον ΣΥΡΙΖΑ, όμως, ο αγωνιστής ηθοποιός φαίνεται ότι βρήκε ένα απάνεμο λιμάνι· ένα κόμμα που του επιτρέπει να αναδείξει ανεμπόδιστα το πλέριο ταλέντο του.
Ο Πάντζας θα καταφέρει, επιτέλους, έπειτα από πολλές «υπεράνθρωπες» προσπάθειες (όλες αποτυχημένες), να εκλεγεί βουλευτής.
Λογικό, αφού το ριζοσπαστικό κόμμα της αριστεράς αγκαλιάζεται, πλέον, από πλατιά στρώματα Λαού και ο ίδιος ο πολιτευόμενος ηθοποιός απολαμβάνει ιδιαίτερης απήχησης στη σημαντική περιφέρεια του Υπολοίπου Αττικής όπου και εκτίθεται – ιδιαίτερα στο Μενίδι…
Πολιτικός γυρολόγος; Σίγουρα ναι.
Ωστόσο, δύσκολα μπορείς να του καταλογίσεις ιδεολογική ασυνέπεια.
Ο Πάντζας υπήρξε παιδιόθεν σοσιαλιστής· και –μα το Θεό– δεν το κρύβει!
Με την ίδια πίστη που υπηρέτησε το ελαφρύ θέαμα, διακόνησε σθεναρά και τα ιδεώδη της σοσιαλιστικής ιδεολογίας. Έτσι – κάποιοι λένε – κατάφερε να μείνει διπλά πιστός στο ελαφρύ ρεπερτόριο…
Ο Πάντζας, έξω από καλλιτέχνης και πολιτικός είναι, όμως, και άνθρωπος.
Με πλούσια χαρακτηριστικά ανθρωπιάς που οδηγούν κάθε καλόπιστο παρατηρητή σε θετικές αξιολογήσεις. 
«Μην σε ξεγελάει το ότι είναι ηθοποιός. Ο Πάντζας ήταν και παραμένει ένας λάτρης της σταθερής οικογενειακής ζωής!», θα μας διευκρινίσει παλαιός θεατρώνης. Πράγματι, ο Γιώργος είναι υποδειγματικός οικογενειάρχης.
Έδινε, μάλιστα, τόση σημασία στο χτίσιμο μιας παραδοσιακής ευτυχισμένης οικογένειας επιθυμώντας να συντρέχουν όλες οι σωστές προϋποθέσεις για τη δημιουργία της, ώστε άργησε χαρακτηριστικά να νυμφευθεί.
Όσοι ξέρουν, όμως, καλύτερα τα πράγματα έχουν μιαν άλλη εξήγηση για τούτη την αργοπορία: «Ο Γιώργος ήταν πολύ δεμένος με τη μητέρα του. Ήταν, που λέει ο λόγος, ερωτευμένος μαζί της, με τον τρόπο που είναι ενδόμυχα ερωτευμένα τα περισσότερα ελληνόπουλα. Της είχε, δηλαδή, μεγάλη αδυναμία. Και δεν μπορούσε να μπει στη ζωή του, επισήμως τουλάχιστον, άλλη γυναίκα όσο ζούσε η μακαρίτισσα η κυρα-Καίτη…», θα μας εξηγήσει ο ίδιος θεατρικός επιχειρηματίας.
Έτσι, ο καταξιωμένος ηθοποιός θα αποφασίσει να νυμφευθεί μόνο μετά το θάνατο της πολυαγαπημένης του μητέρας, μεσήλιξ πλέον (και σχεδόν ταυτόχρονα με την άνοδο του σοσιαλισμού στην Ελλάδα, στις αρχές του ’80).
Διετέλεσε μοντέλο και εστέφθη Μις Β. Ελλάς η σύζυγός του – αντάξια των ντελικανικών προδιαγραφών ενός Πάντζα.
Ο σημαντικός πρωταγωνιστής μας θα χτίσει μια οικογένεια απάνω σε γερά θεμέλια, ενώ τον απασχολεί και γενικότερα – σε φιλοσοφική δηλ. βάση – το μέλλον του οικογενειακού θεσμού στην πατρίδα μας:
«Όχι στον θάνατο της ελληνικής οικογένειας!», θα διακηρύττει στεντορείως και σε κάθε ευκαιρία ο Πάντζας, αφού, ως παραδοσιακός, δεν θέλει να ακούσει ούτε λέξη για οικογενειακές παθολογίες…
Ως άνθρωπος, λοιπόν, είναι απλός.
Αγαπά, εκτός από την ζεστή οικογενειακή ζωή, και το απλό (και πολύ) φαγητό, ενώ δεν λέει όχι και σε μερικά ποτηράκια κρασί (προτιμά με συνέπεια το ροζέ χύμα Νεμέας) ή και μπίρας (Amstel – η αγαπημένη του μάρκα), πάντα με συντροφιά την οικογένειά του ή μερικούς καλούς φίλους. 
Στα τραπέζια που οργανώνει στο σπίτι του, κοντά στον (εύηχο) Νέο Βουτζά, στον πανέμορφο συνοικισμό της Καλλιτεχνουπόλεως (μια περιοχή όπου ζει και δημιουργεί κι ένας ακόμα μεγάλος της τέχνης, ο αγαπημένος μας μαέστρος Μίμης Πλέσσας),  το ρεπερτόριο των συζητήσεων εξαντλείται σταθερά στις καλλιτεχνικές αναμνήσεις/διηγήσεις, την πολιτική, την πορεία αυτού του τόπου, αλλά και τις εμπνευσμένες προτάσεις του Γιώργου για το πώς θα βγούμε από την κρίση.
Οι συνδαιτυμόνες ακούν εξακολουθητικά τις ίδιες διηγήσεις, τις ίδιες απόψεις, τα ίδια αστεία, αλλά δεν του χαλούν το χατίρι, προσπαθώντας να δείξουν ότι όλα τούτα τα επαναλαμβανόμενα ακούσματα τα θεωρούν συναρπαστικά.
Στον ελεύθερο χρόνο που πότε-πότε προσπαθεί να ξεκλέβει, την τιμητική τους έχουν οι σποραδικές εκδρομές που οργανώνει – όταν βέβαια οι βαριές υποχρεώσεις (παλιά οι καλλιτεχνικές, τώρα πια οι πολιτικές) τού το επιτρέπουν.
Εκεί, βλέπουμε έναν Πάντζα έξω καρδιά!
Έναν ανέμελο Πάντζα, να διασκεδάζει σαν μικρό παιδί, να χαίρεται με το τίποτα (με μιαν όμορφη απογευματινή βόλτα το σούρουπο, το χάιδεμα ενός αδέσποτου κλπ.), ενώ, εντός του εκδρομικού κλίματος, δεν διστάζει να σκαρώνει εις βάρος των συνεκδρομέων του και μικρές, ανώδυνες σκανταλιές, γελώντας με την καρδιά του και με την αγνότητα ενός μικρού παιδιού!
Με την ίδια, όμως, ευκολία που θα γελάσει, θα τον δεις και να κλαύσει – όταν, βέβαια, υπάρξουν οι κατάλληλες αφορμές: ένα αγοράκι που πουλά χαρτομάνδηλα, ένα κοριτσάκι που το χτύπησε η ορφάνια, ένα σκυλάκι σε αναζήτηση τροφής είναι εικόνες ικανές να κάνουν τον Πάντζα να δακρύσει…
Ωστόσο, ο ίδιος θα διστάσει να βάλει το χέρι στην τσέπη (εκτός αν βρίσκονται κι άλλοι παρόντες).
Γιατί πιστεύει ότι η κοινωνική αδικία πρέπει να αντιμετωπίζεται μονάχα πολιτικά/δημοκρατικά. Πάντως, Πάντζας ίσον άνθρωπος – και το αντίστροφο…
Ναι, σημαντικό πράγμα για τον Πάντζα η οικογένεια – οπωσδήποτε ναι.
Πλάι, όμως, στην αξία της οικογένειας, ο Γιώργος καταφέρνει να χωρέσει και άλλες αξίες. Ελλάδα, δημοκρατία και  κοινωνική δικαιοσύνη διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο κοσμοείδωλο του Πάντζα· καθώς και η ΑΕΚ – η ομάδα της αδικίας και της δημιουργικής μιζέριας.
Δηλώνει «βαμμένος δημοκρατικός», ενώ αγαπημένη του φράση είναι το «η ζωή είναι αβίωτη χωρίς πραγματική δημοκρατία και σοσιαλισμό». 
Οραματίζεται μια κοινωνία ηθική, δημοκρατική, με ίσες ευκαιρίες για όλους. Κόκκινο πανί για τον ηθοποιό μας το μνημόνιο, η αδικία και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο – πιο κόκκινο και από τη βαφή που συνήθιζε, δεκαετίες τώρα, να χρησιμοποιεί (καφεκόκκινο της δρυός).
Λέμε «συνήθιζε», γιατί ο Γιώργος, εδώ και λίγους μήνες, έχει κάπως μεταμεληθεί, αφήνοντας τη δράση της καφεκόκκινης μπογιάς να υποχωρήσει. Όχι όμως ολότελα· απλώς αντικατέστησε το «cherry red» με ένα πιο διακριτικό «γκρι σουρί», που το απλώνει κυρίως στα πλάγια και οπίσθια τμήματα της κόμης.
Ο Γιώργος Πάντζας – βεβαιώνουν όσοι τον ξέρουν καλά – είναι, χωρίς αμφιβολία, ένα πολύ καλό παιδί.
Ασχέτως του εάν οριακά θα μπορούσες, ενδεχομένως, να του καταλογίσεις κάποιες στιγμές και μιαν ορισμένη γραφικότητα.
Τα θετικά, αγνά χαρακτηριστικά του χαρακτήρα του που πρυτανεύουν έναντι όλων των άλλων είναι έτοιμος να πιστοποιήσει και ο θυρωρός των ιστορικών γραφείων του ΔΗΚΚΙ επί της οδού Χαλκοκονδύλη: «Καλός άνθρωπος ο Πάντζας! Πέρα από σωστός δημοκράτης είναι και χρυσό παιδί! Είναι ένας αιώνιος έφηβος!..».
Ο Πάντζας, όμως, πέρα από χρυσός άνθρωπος, είναι και ένας τίμιος αγωνιστής της ζωής. Ό,τι κατέκτησε το κατέκτησε με σκληρή δουλειά.
Η τύχη δεν του χαρίστηκε (εκτός από μια φορά, το 1987, όταν κέρδισε 7 εκ. δραχμές στο λαχείο, και σποραδικά, όταν κέρδισε μικροποσά στο ΠΡΟΠΟ). 
Ξεκίνησε την πορεία του, όπως έχει ο ίδιος πει, παίζοντας τον ρόλο του Καραγκιόζη (για να πάρει το δίπλωμά του).
Την ολοκληρώνει με τον ρόλο του βουλευτή.
Ως καλλιτέχνης, προσέφερε πολλά. Μένει να δούμε τι θα προσφέρει και ως εθνικός αντιπρόσωπος.
Πάντως, πολλές πρόσφατες δηλώσεις του («Να τιμωρήσουμε όσους δολοφόνησαν τη χώρα!», «Την Ελλάδα και τα μάτια μας!», «Μόνο με βάθεμα και πλάτεμα της δημοκρατίας θα πάει μπροστά αυτός ο τόπος!») προϊδεάζουν για μεγάλα πράγματα… Συχνά, δυσκολεύεσαι να διακρίνεις πότε υιοθετεί τον ρόλο του ηθοποιού και πότε του πολιτικού, αφού το ατόφιο κωμικό στοιχείο κυλά συνεχώς στις φλέβες του (50 χρόνια επιθεώρησης είναι αυτά…).
Όχι ότι δεν έχει την αίσθηση του γελοίου· απλώς, αναγνωρίζει ότι μπορεί να περάσει ευκολότερα τις θέσεις του διά του στρατηγήματος της ιλαρότητας.
Δεν πρόλαβε καλά-καλά να μπει στη βουλή και ήδη επέδειξε από του βήματος επιθεωρησιακή διάθεση, βγαλμένη, θαρρείς, από το ένδοξο παρελθόν: «Πώς να ολοκληρώσω σε πέντε λεπτά κύριε Πρόεδρε, ούτε κόκορας να ’μουνα!» είπε γελώντας, κάνοντας και τις σχετικές γκριμάτσες.
Επομένως, στον ναό της δημοκρατίας αναμένονται μεγάλες στιγμές – ενδεχομένως αντίστοιχες με τις παλιές καλές επιθεωρησιακές.
Πολύ δε περισσότερο που ο Πάντζας συντροφεύεται κοινοβουλευτικώς και από τον βράχο της καλής κωμωδίας Παύλο Χαϊκάλη.
Κρίμα, μόνο, που τελικώς δεν εξελέγη και ο στυλοβάτης του απαιτητικού χιούμορ Παύλος Κοντογιαννίδης.
Η ελληνική δημοκρατία κάποιες φορές μπορεί και να αδικεί... 
Ο Πάντζας – φάνηκε καθαρά από όλα τα παραπάνω – είναι και απολλώνιος και διονυσιακός. Αυτό είναι κατά βάθος και το μυστικό της επιτυχίας του.
Αν, μάλιστα, ακολουθήσουμε τη Νιτσεϊκή προσέγγιση, η σύμμειξη – το «πάντρεμα», σύμφωνα με το προοδευτικό ιδιόλεκτο – του απολλώνιου και του διονυσιακού στοιχείου γέννησε την τραγωδία.
Επομένως, τόσο ως καλλιτέχνης όσο και ως άνθρωπος, ο Πάντζας είναι τραγικός. Εντελώς τραγικός.
Είμαστε βέβαιοι ότι το βουλευτικό αξίωμα δεν θα τον αλλοιώσει στο ελάχιστο και θα παραμείνει, και ως βουλευτής, το ίδιο τραγικός – όπως τον ξέρουμε και τον αγαπήσαμε…

3 σχόλια:


  1. «Να το ξέρεις! Ο Γιώργος Πάντζας υπήρξε ο βασιλιάς της ελληνικής κωμωδίας!», θα μας εκμυστηρευθεί, με απροσποίητο ενθουσιασμό, ο παλαίμαχος κωμικός Ντάνος Λυγίζος.
    Και όταν ένας Λυγίζος μιλά για κωμωδία, εμείς οι υπόλοιποι μόνο να σιωπούμε μπορούμε.
    ΚΟΝΤΕΨΑ ΝΑ ΠΑΘΩ ΚΑΡΔΙΑΚΟ ΟΤΑΝ ΑΚΟΥΣΑ ΤΑ ΚΟΚΚΑΛΑ ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΥ,ΒΕΓΓΟΥ,ΣΤΑΥΡΙΔΗ,ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ,ΒΟΥΤΣΑ, ΚΑΙ ΚΑΜΙΑ ΔΕΚΑΡΙΑ ΑΛΛΩΝ Κ Ω Μ Ι Κ Ω Ν Η Θ Ο Π Ο Ι Ω Ν ΝΑ ΤΡΙΖΟΥΝ....................

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Βρε άνθρωπε του Θεού, ο Βουτσάς ζει, μπα σε καλό σου κυριακάτικα...

      Διαγραφή