8.5.13

Τέχνη και άποψη…


Δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι το θέμα που «έσκασε» πρόσφατα στα ανά την επικράτεια (και όχι μόνο) ελληνόφωνα καφενεία, που κατά περίπτωση ονομάζονται μέσα κοινωνικής δικτύωσης, sites, fora, blogs κλπ δεν κεντρίζει το ενδιαφέρον ενός «μέσου» ιντερνετάκια, όπως η αφεντιά μου.
Αναφέρομαι βεβαίως, στις υποτιθέμενες δηλώσεις της Κικής Δημουλά, γνωστής ποιήτριας της χώρας μας – και τις αποκαλώ υποτιθέμενες όχι διότι αμφισβητώ το ότι πράγματι είπε αυτά που φέρεται ότι είπε, αλλά επειδή υπάρχει μια λεπτή αλλά σαφέστατη διαφορά μεταξύ μια ιδιωτικής κουβέντας και μιας (δημόσιας) δήλωσης.



Προσωπικά θα προσπεράσω την ουσία των «δηλώσεων» αυτών, όχι γιατί δεν έχω άποψη επ’ αυτών (όχι που δε θα είχα) αλλά επειδή το ζήτημα όχι απλώς εξαντλήθηκε σε χρόνο ρεκόρ και τον ορυμαγδό των αναρτήσεων/άρθρων/κλπ «επώνυμων» και «ανώνυμων», αλλά είναι μια ανάσα πια απ’ το να καταντήσει κουραστικό.
Προσωπικά θα εστιάσω σε μία σειρά από ζητήματα τα οποία αναδείχτηκαν με αφορμή  αυτή την ιστορία και ενώ  αυτοτελώς παρουσιάζουν επίσης μεγάλο ενδιαφέρον, δεν εξαντλήθηκαν σε τόσο μεγάλο βαθμό (όπως πέραν από την ουσία των δηλώσεων που λέγαμε, το ζήτημα της ιδεολογικής ηγεμονίας της λεγόμενης αριστεράς). Πάμε λοιπόν:


1) Το ζήτημα της σχέσης της τέχνης με το δημιουργό της:
Παλιό ζήτημα που επιμένει να ανακυκλώνεται. Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη ο δημιουργός με τη στάση του στη ζωή οφείλει να στέκεται «στο ύψος» των δημιουργιών του.
Προσωπικά και ενστικτωδώς (πριν καν επιχειρήσω να την κρίνω λογικά) την άποψη αυτή, νιώθω μια ακατάσχετη επιθυμία να τη χλευάσω.
Γιατί βρωμάει μικροαστίλα και χωριατίλα (δίδυμη αδερφή της πρώτης).
Είναι πολύ απλά η πασίγνωστη σε όλους εμάς τους μικροαστούς και επαρχιώτες στην καταγωγή έκφραση «πρόσεχε τι θα πει ο κόσμος».
Και βέβαια όσοι από μας είχαν την παραμικρή σχέση με ανθρώπους που είχαν την παραμικρή σχέση με την τέχνη και τη δημιουργία ξέρουμε ότι είναι το αντίθετο αυτού του «προτύπου».
Οπότε όχι δεν θα πάρω.
Θα επιλέξω να αντιμετωπίσω χωριστά το έργο του καλλιτέχνη απ’ τα λοιπά στοιχεία του χαρακτήρα του, όχι γιατί αυτά δεν είναι αδιαχώριστα (είναι, αλλά όλα στη ζωή είναι – με τη λογική αυτή δε θα έπρεπε να εκφέρουμε γνώμη για απολύτως τίποτα χωρίς να το συσχετίζουμε με μία σειρά από πράγματα), αλλά γιατί το καλλιτεχνικό έργο αν δεν είναι αυθύπαρκτο, πολύ απλά δεν είναι έργο τέχνης.
2) Το ζήτημα της γνώσης για τι πράγμα μιλάει κανείς:
Είναι ένα θέαμα πάντα αρκούντως κωμικό το να βλέπει κανείς ανθρώπους να κουνάνε το δάχτυλο και να ρητορεύουν όταν όχι μόνο δεν έχουν ιδέα για τι πράγμα μιλούν, αλλά κι όταν το γεγονός αυτό είναι εμφανέστατο ακόμα και στους τυφλούς. Προσωπικά θεωρώ ότι έχω διαβάσει και 5-10 βιβλία παραπάνω απ’ το μ.ο. των συμπολιτών μου, και για να πω την αμαρτία μου, ελάχιστα πράγματα από αυτά είναι ποίηση.
Και καθόλου ποίηση της Κικής Δημουλά.
Φαίνεται λοιπόν ότι οι είτε οι συν-Έλληνες είναι λαός που έχει ξεσκονίσει τα έργα των ποιητών μας γενικώς (και της συγκεκριμένης), είτε πολύ απλά αν και δεν έχουν ιδέα, εντούτοις αυτό καθόλου δεν τους εμποδίζει να εκφέρουν άποψη για την «ποιότητα» του έργου αυτού προκειμένου στη συνέχεια να εκφράσουν τη θλίψη και αποδοκιμασία τους για την «κατάντια» της δημιουργού.
Όλοι ξέρουμε ποια εκδοχή ισχύει – αλλά να πεις ότι πέφτουμε απ’ τα σύννεφα δεν το λες, δεν είναι καθόλου ο μόνος τομέας όπου ο Νεοέλληνας δηλώσει παντογνώστης και αγορεύει, θλιβερή ίσως επιβίωση των συνηθειών των αρχαίων κατοίκων αυτού του τόπου που το έκαναν όχι (μόνο) στα καφενεία, αλλά και στις εκκλησίες του Δήμου όπου ανήκαν.
3) Το ζήτημα της προοπτικής στη διαμόρφωση των απόψεων:
Η ανθρώπινη ματαιοδοξία (κατ’ άλλη εκδοχή η ανάγκη της λογικής να κυριαρχήσει επί των ενστίκτων έστω και φαινομενικά) μας υπαγορεύει να προβάλουμε τόσο προς τα έξω όσο και προς τον εαυτό μας ως γενεσιουργές αιτίες των απόψεων μας τις όποιες «αρχές» μας και όχι μόνο.
Η «ιδεολογία» είναι εξίσου δημοφιλής ως αιτία, ενώ παραμένει και η «θρησκεία» με σοβαρή επιρροή και στον τομέα αυτό, παρόλο που θεωρείται πλέον από τους λεγόμενους «μορφωμένους» της σήμερον αρκετά μπανάλ για μια τέτοια λειτουργία. Ας μην ξεφεύγω όμως, αλλού θέλω να καταλήξω.
Στην πραγματικότητα, η προοπτική απ’ την οποία βλέπουμε τα πράγματα παίζει τεράστιο ρόλο.
Ας πούμε, μπορώ εγώ που μένω Θεσσαλονίκη και έχω ένα παραθαλάσσιο κτηματάκι κοντά στην Ιερισσό π.χ. να είμαι φανατικά κατά ενός εργοστασίου απ’ το οποίο δεν έχω να κερδίσω κάτι παρά μόνο ενδεχομένως να χάσω, ωστόσο η οπτική μου αυτή είναι ριζικά διαφορετική από ένα μόνιμο κάτοικο ενός ορεινού χωριού της ίδιας περιοχής που είναι και άνεργος από πάνω.
Ξέφυγα όμως, για αυτό και επανέρχομαι ...
Η προοπτική λοιπόν παίζει τεράστιο ρόλο και όπως και να το εξετάσουμε δεν υπάρχει τίποτα σοβαρά μεμπτό σ’ αυτήν ως παράγοντα δημιουργίας γνώμης.
Γιατί λοιπόν οι άνθρωποι έχουμε την τάση, συχνά και ασυνείδητα, να την προσπερνούμε και να προσπαθούμε να θεμελιώσουμε τις απόψεις μας στους παράγοντες που λέγαμε πιο πάνω;
Μα διότι δε μας επιτρέπει να κάτσουμε σε θέση κριτή/δικαστή και να κουνήσουμε το δάχτυλο σε όλο το σύμπαν.
Είμαστε, αν τη δεχτούμε ως επαρκή και δικαιολογημένη αιτία έγκυρης άποψης να εξετάσουμε πριν κρίνουμε μία σειρά από λεπτομέρειες και το χειρότερο; Να «αθωώσουμε» και πολλούς που κρίνουμε και κατακρίνουμε.
Αλλά τότε πού είναι η ηδονή του να καταδικάζεις;
Που πολύ απλά, έγκειται στο να νιώθουμε εμείς ανώτεροι;
Αλλά εδώ υπεισέρχεται ο παράγοντας «ένστικτο» πέραν της προοπτικής, κι αν το συνεχίσουμε δε θα τελειώσουμε ούτε σε άλλο τόσο χώρο. Άλλη φορά.
4) Το (ειδικό σε σχέση με το παραπάνω) ζήτημα της ηλικίας (και μάλιστα της τρίτης) ως παράγοντα άποψης:
Είναι αλήθεια πως μου κάνει εντύπωση η σχεδόν παντελής έλλειψη αναφοράς αυτού του παράγοντα.
Κι όμως, για το συγκεκριμένο (το θέμα δηλαδή της παρουσίας πληθώρας μεταναστών και μάλιστα μη δηλωμένων – σιχαίνομαι τον όρο «λαθραίος» - σε μια συνοικία) είναι εξώφθαλμο ότι αυτός είναι ένας σοβαρός παράγοντας.
Ίδια περίπτωση είμαι εγώ που είμαι 40 χρονών με τον πατέρα μου που πάτησε για τα καλά τη δεκαετία των 70;
Ακόμα περισσότερο με έναν πιτσιρικά 20 χρονών που ούτε τα πάρκα τον νοιάζουν, ούτε φοβάται κανέναν κακοζωισμένο φουκαρά, ούτε καν βλέπει τηλεόραση με τα πρωινάδικά τους, τα δελτία ειδήσεων του τρόμου και όλα τα σχετικά;
Αν και ανήκω σε μια γενιά που έσπασε και καυχιέται γι’ αυτό (σε μεγάλο βαθμό δικαίως) τα στεγανά του καταναγκαστικού σεβασμού του κάθε ηλικιωμένου όποιος και ότι αν είναι αυτός, δεν ξέρω, κάτι δε μου κάθεται καλά με αυτήν την παράλειψη.
Θα ήθελα τέλος, σαν άνθρωπος που μεγάλωσε σε αριστερή οικογένεια με τα αντίστοιχα ιδεώδη και που κατά εξακολουθώ να θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό γι’ αυτό το γεγονός (άσχετα του ότι μεγαλώνοντας έθεσα τα πάντα υπό αμφισβήτηση και πολλά τα απέρριψα) να ψιθυρίσω και μερικά λογάκια στ’ αυτί των συντρόφων αυτών, ιδίως των όψιμων που είδαν το φως το αληθινό Μ.Μ. (Μετά Μνημονίου) και διαπρέπουν στα διαδικτυακά καφενεία στον πατροπαράδοτο (για την Ελλάδα) αριστερό ρόλο του τιμητή.
Αλλά με πρόλαβε η Σώτη Τριανταφύλλου, πολύ πιο διάσημη από μένα και επίσης  ποιήτρια, συγγραφέας;
Δεν είμαι βέβαιος, (ούτε αυτηνής τα έργα διάβασα – ντροπή μου, το ξέρω).

Ο Παραβάτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου