12.6.13

Κάρτα αλλαγής…



Δούλευε σ’ ένα εμπορικό κατάστημα ρούχων στη Μητροπόλεως εδώ και τρεις μήνες. Ήταν ευγνώμων που είχε καταφέρει να βρει αυτή τη δουλειά, γιατί ήταν άνεργη πολύ καιρό.
Το μεταφραστικό γραφείο που εργαζόταν είχε κρατήσει δυο άτομα όλα κι όλα, τους παλιότερους.
Οι υπόλοιποι, ανάμεσά τους και αυτή, είχαν απολυθεί.



Τώρα την είχαν προσλάβει ως πωλήτρια.
Η ιδιοκτήτρια του μαγαζιού, έπρεπε να μείνει στο σπίτι λόγω εγκυμοσύνης, οπότε χρειάστηκε μια υπάλληλο.
Η ίδια ήταν πελάτισσά της. Το κατάστημα εμπορευόταν και ρούχα μιας πολύ γνωστής εταιρίας, που ήταν από τις αγαπημένες της.
Όταν έμαθε ότι υπήρχε ανάγκη για άτομο, ζήτησε να δουλέψει.
Δεν μπορούσε βέβαια πλέον να αγοράσει σχεδόν τίποτα από το μαγαζί στην οικονομική κατάσταση που είχε περιέλθει, και την απογοήτευε να βλέπει πόσες εξακολουθούσαν να μπορούν.
Ζήλευε και εκνευριζόταν.
Αισθανόταν ότι είχε βίαια αλλάξει στρατόπεδο. Και δεν μπορούσε να το χωνέψει.



Ένα πρωί ένας νεαρός γύρω στα τριανταπέντε είχε πάει να αγοράσει ένα δώρο για τη μέλλουσα γυναίκα του, όπως της είχε πει.
Ήταν πολύ όμορφος και από την αγορά που έκανε φάνηκε αρκετά ευκατάστατος. Διάλεξε μια πολύ ακριβή δερμάτινη τσάντα.
Το αγαπημένο της κομμάτι στο μαγαζί.
Το δώρο είχε ζητήσει να το στείλουν στη διεύθυνσή της, κάπου στη νέα παραλία.
Την είχε φανταστεί, γλυκιά, όμορφη και καλοντυμένη.
Ανέγγιχτη από τα τρέχοντα προβλήματα.
Προβληματισμένη μόνο από τον έρωτά της. Γιατί σίγουρα θα ήταν ερωτευμένη μαζί του.
Σίγουρα δε θα χρειαζόταν να δουλεύει και θα την απασχολούσε απλά πού θα αγόραζαν το σπίτι τους, πώς θα το διακοσμούσαν και πού θα πήγαιναν ταξίδι του μέλιτος.
Όλα αυτά μόλις στα τριανταπέντε της εκείνη δεν την απασχολούσαν πια, γιατί είχε αποφασίσει ότι δεν τα ήθελε.
Την είχε ζηλέψει όμως, για έναν ανεξήγητο λόγο, χωρίς καν να την γνωρίζει.
Χωρίς να θέλει τα ίδια πράγματα.
Η τελευταία της σχέση είχε τελειώσει ένα χρόνο πριν.
Εκείνη την είχε τελειώσει, γιατί μετά από πέντε χρόνια, δεν την ενδιέφερε πλέον καμιά από τις επιλογές που της πρόσφερε ο σύντροφός της.
Ο γάμος, το παιδί, η οικογενειακή ζωή, ένα μεγαλύτερο σπίτι στα ανατολικά. Ασφυκτιούσε στην ιδέα να εγκαταλείψει τη μοναξιά και την ελευθερία τής γκαρσονιέρας της στο κέντρο.
Κι όμως η εικόνα του τύπου αυτού με τη γυναίκα του και τη ζωή τους να παρουσιάζει στο μυαλό της απεριόριστες ευτυχισμένες προοπτικές, δεν την εγκατέλειψε από ‘κείνη τη μέρα.
Εκείνο το σαββατιάτικο μεσημέρι ήταν πολύ κουρασμένη και από την εβδομάδα και από μια πολύ απαιτητική ημέρα.
Ήταν μια ώρα πριν κλείσει το μαγαζί και ήλπιζε ότι είχε τελειώσει με τους πελάτες. Βρισκόταν μέσα στη μικρή αποθήκη, όταν άκουσε τον ήχο της πόρτας της εισόδου να κλείνει.
Βγήκε αμέσως έξω και είδε μια πολύ κομψή κυρία γύρω στα πενήντα να την περιμένει. Κρατούσε μια χάρτινη τσάντα του μαγαζιού. Της είπε ότι της είχαν κάνει ένα δώρο, το οποίο ήθελε να αλλάξει.
Εκείνη πήρε την τσάντα από τα χέρια της και ανοίγοντάς την, είδε με έκπληξη την δερμάτινη τσάντα, που είχε αγοράσει ο νεαρός!
Ώστε αυτή ήταν η μέλλουσα σύζυγος, σκέφτηκε.
Όχι κάποιο ερωτευμένο κοριτσάκι, αλλά μια ώριμη γυναίκα.
Το σκηνικό που είχε φτιάξει στο μυαλό της άλλαξε αμέσως.
Οι ευτυχισμένες ημέρες του ερωτευμένου ζευγαριού έδωσαν αμέσως τη θέση τους σε μια ανταλλαγή συμφέροντος.
Νιάτα για χρήμα, σκέφτηκε.
Ζήτησε την κάρτα αλλαγής.
Σκέφτηκε πόσο εύκολα ανταλλάσσει κανείς κάτι που δεν θέλει, όταν ξέρει ότι μπορεί να βρει κάτι αντάξιό του.
Όταν διαθέτει μια αποτελεσματική ανταλλάξιμη μονάδα.
Διάλεξε κάτι μπλούζες για την κόρη της στη θέση της τσάντας, δεν ήταν του στυλ της, είπε.
Εκείνης της φάνηκε πολύ χοντροκομμένο να αλλάζει κανείς ένα τέτοιο δώρο, παίρνοντας κάτι για κάποιον άλλο. Τύλιξε τις μπλούζες και η κυρία ήταν έτοιμη να φύγει.
Δεν ήξερε αν προτιμούσε την εικόνα που είχε πλάσει ή την πραγματικότητα.
Η πραγματικότητα ήταν πιο εκδικητική. Τη δικαίωνε.
Τους τοποθετούσε και εκείνους στον ίδιο φιλόξενο τόπο της μοναξιάς, όπως και την ίδια.
Εκείνοι απλά είχαν εξασφαλίσει μια καλύτερη, μια πιο χρήσιμη ψευδαίσθηση από την ίδια.
Για πόσο αναρωτήθηκε, κλειδώνοντας το μαγαζί.
Ξεκίνησε να επιστρέφει στο σπίτι της στην Π. Μέλα.
Περιμένοντας να περάσει τα φανάρια στην Τσιμισκή, άκουσε πίσω της μια γυναίκα να μιλάει στο κινητό. Νεαρή γύρω στα εικοσιπέντε.
Έλεγε, προφανώς σε μια φίλη της, πόσο άθλια είναι πλέον τα μαγαζιά...« δε φέρνουν ένα ρούχο που να αξίζει να το φορέσει κανείς », είπε και πέταξε το τσιγάρο της, καθώς έτρεξε να προλάβει ένα ταξί.
Την επόμενη Δευτέρα, μόλις βρήκε χρόνο έκανε ένα τηλεφώνημα.
Πήρε τον νεαρό, βρίσκοντας ως πρόφαση ότι δήθεν υπήρχε ένα μικρό πιστωτικό υπόλοιπο από την αλλαγή, που έπρεπε να του επιστρέψει, και διαπίστωσε, όπως είχε φανταστεί, ότι δεν γνώριζε ότι το δώρο του είχε αλλαχθεί.
Είπε πως δεν τον ενδιέφερε.
Πήγε παρ’ όλ’ αυτά απο’κει την επόμενη μέρα.
Έφυγε χωρίς να ζητήσει τα χρήματα.
Ζήτησε απλά το τηλέφωνό της.
Της τηλεφώνησε.
Εκείνη δε βγήκε ποτέ μαζί του.
Δεν είχε τίποτα να ανταλλάξει.

Γρηγόρης Βιόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου