8.6.13

Περί της ιστορίας των Ελλήνων.



Γελάσατε με τον «συνωστισμό»; Ας δούμε και την άλλη εκδοχή της ιστορίας, όπως την έγραψε ο Περραιβός και άλλοι τέτοιοι «εθνικιστές».
Γοητεύτηκα από το Σουλιώτικο έπος, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει κανένα παραμύθι, καμία ωραιοποίηση στην αφήγηση τόσων και τόσο σοβαρών χρονικογράφων και ιστορικών.
Ακόμα και οι εμπαθέστεροι ανθέλληνες, όπως ο (κατά Κορδάτο φιλέλληνας) Φίνλεϋ αναγνωρίζουν την αξία τους.
Φυσικά δεν διστάζουν να διαβάλουν και να λασπολογήσουν (από φθόνο κυρίως) έναν από τους ευγενέστερους και πιο μακροχρόνιους αγώνες ανεξαρτησίας στα παγκόσμια χρονικά.
Πραγματικά χρειάζεται μεγάλο έλλειμμα ψυχής για τόσο εμπαθή στάση.
Το ακατανόητο όμως είναι η στάση κάποιων Ελλήνων «ιστορικών», που επικαλούνται τέτοιες «μαρτυρίες». 



Πιστεύω, ότι πολλοί σύγχρονοι και παλαιότεροι ιστορικοί και «ιστορικοί» περιέπεσαν στην παγίδα της αμφισβητησιακής μπουρδολογίας μόνο και μόνο από την ματαιοδοξία της διαφορετικότητας.
Μόνο και μόνο από αντίδραση στην κατεστημένη ιστοριογραφία.
Απέναντι στην ξεμπροστιασμένη διαστρέβλωση της ιστορίας από τα ακαδημαϊκά όργανα του νεοκοτσαμπάσικου και νεοφαναριώτικου κατεστημένου, αντέταξαν άλλες ανερμάτιστες ακρότητες στηριζόμενοι σε «πηγές» πασιφανώς αναξιόπιστες όπως ο Φίνλεϋ κι άλλοι τέτοιοι «δημοκράτες», αλλά πολλές φορές ξεπερνούν και τις «πηγές» τους. 



Η διολίσθηση αυτή συνέβη αργά και σταδιακά και (όπως πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις) ξεκίνησε ως μία γνήσια και πολύ σωστή αντιπαράθεση στην παραχάραξη της ιστορίας από το αντιδραστικό κατεστημένο.
Ο πρώτος που αμφισβήτησε επιτυχημένα την καθεστηκυία ιστοριογραφία ήταν ο Κ. Σάθας, μόνο που σε αντίθεση με τους περισσότερους από τους επίγονους του ήταν σοβαρός και αντικειμενικός. 
Απέναντι στην στρατευμένη ιστοριογραφία του αντιδραστικού συντηρητισμού (οι επίγονοι αυτοί) αντέταξαν την στρατευμένη διαστρέβλωση προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Αρχικά ερμήνευσαν τους εθνικούς αγώνες ενάντια στην Οθωμανική βαρβαρότητα ως ταξικούς.
Αναμφισβήτητα και η κλεφτουριά και το Σούλι και η επανάσταση του `21 είχαν και αυτήν την διάσταση και στις δύο πρώτες περιπτώσεις υπερέχει. Ωστόσο η μονοδιάστατη αυτή ερμηνεία καταλήγει σε εντελώς λαθεμένη ανάγνωση της ιστορικής αλήθειας. 
Με τον καιρό διαμορφώθηκαν οι δύο ιστορικές σχολές των άκρων ταυτόσημες με τα πολιτικά άκρα· η σοβινιστική (και ταυτόχρονα ξενόδουλη) με σχολάρχη τον Παπαρρηγόπουλο και η αριστερή «διανόηση» με σχολάρχη τον Κορδάτο.
Και οι δύο σχολές στην ουσία τα ίδια πρεσβεύουν.
Την υποταγή της αλήθειας στους πολιτικούς (ή άλλους) στόχους.
Ο Παπαρρηγόπουλος το είπε ξεκάθαρα ως οργισμένη απάντηση στον «πεισματάρη» Σάθα, ενώ για την άλλη σχολή την απάντηση έδωσε ένας σύγχρονος Τιτάνας της πολιτικής και της δικαιοσύνης· ο Φώτης, που επέπληξε την «επιστήμονα» γιατί μπερδεύει τον πολιτικό λόγο με τον «επιστημονικό»!!!!!
Ενώ η σχολή του Παπαρρηγόπουλου κατάπιε το μπαστούνι και δεν έχει αλλάξει ούτε μία λέξη από τότε μέχρι σήμερα, η σχολή του Κορδάτου πάει από το κακό στο χειρότερο.
Σιγά σιγά αποδέχτηκαν ως αλήθεια κάθε κατάπτυστη συκοφαντία· σιγά σιγά μεταβλήθηκαν σε ανθέλληνες, λες και ο ανθελληνισμός αποτελεί την επιστημονική αλήθεια.
Το τραγικό είναι, ότι η πελατεία τους είναι ένα υποτίθεται μορφωμένο κομμάτι της κοινωνίας που «δεν μασάει φούμαρα»… 
Είναι απορίας άξιον, πόσο πόνταραν στην πνευματική τεμπελιά της πελατείας τους. Πόσο σίγουροι ήσαν (και ακόμη επαληθεύονται) ότι τα «ανήσυχα» πνεύματα, που παπαγαλίζουν τις «προοδευτικές» παπάρες, δεν θα έμπαιναν καν στον κόπο να διαβάσουν την «ιστορία» που έγραψαν αυτές οι «αντικειμενικές» πηγές.
Πως ακόμη και σήμερα επιπλέουν (ως φελλοί) στο τέλμα της ανιστόρητης αφασίας, άνθρωποι που έκαναν τον φθόνο τους «ιστορία».
Δεν χρειάζεται παρά να διαβάσει κανείς τα ίδια τα έργα αυτών των «ιστορικών πηγών» για να δεί το μίσος και το φαρμάκι που χύνουν για όλους σχεδόν τους ήρωες και τους ύμνους προς τους ασήμαντους και τους προδότες.
Αυτά πρόσθεσε η αριστερή «διανόηση» στην αντικειμενική ιστοριογραφία. 
Και αυτά επικρατούν σε μία χώρα με πραγματικά άξιους συνεχιστές του Ηρόδοτου και του Θουκυδίδη, όπως ο Διονύσιος Κόκκινος, με υποδειγματικό έργο, αλλά φαίνεται αυτοί δεν έχουν απήχηση στους «πολιτικοποιημένους» και στους «ψαγμένους» «ιστορικούς».
Έτσι εσχάτως έχουμε τους πηδηχταράδες (της ιστορίας) να μας δίνουν την δική τους εκδοχή μέσα από ψαγμένα τηλεοπτικά κανάλια…
Κανείς (σοβαρός άνθρωπος) δεν είπε, ότι οι Σουλιώτες ήταν άμοιροι των ανθρώπινων παθών· κανείς δεν είπε, ότι ήσαν άγγελοι.
Σε μία τόσο σκληρή εποχή, μόνον σκληραγωγημένοι (στο σώμα και στο ήθος) μπορούσαν να επιβιώνουν ελεύθεροι.
Για να προκαταλάβω τα «επιχειρήματα» των ψαγμένων, ακόμα και οι «προδοσίες» τους έγιναν με μπέσα και με λεβεντιά, πλην βέβαια του Κύργιου, που δεν ήταν Σουλιώτης, και του Παλάσκα (ήξερε ποιους καθάριζε ο Οδυσσέας) που επίσης δεν ήταν Σουλιώτης.
Οποιοσδήποτε άλλος θα συγχωρούσε τις «προδοσίες» τους, εκτός από εκείνους που δεν έζησαν καμία δυσκολία στην ζωή τους και οι πρώτοι που τους συγχώρεσαν αμέσως μετά τις τραγωδίες του Ζαλόγγου και του Ασπροπόταμου (αλλά και πολλές φορές πριν από αυτά) ήταν οι ίδιοι οι Σουλιώτες.
Δεν ήξεραν αυτοί καλύτερα από τους φωστήρες της ιστορίας, κάτω υπό ποιες συνθήκες διεπράχθησαν αυτές οι «προδοσίες»;
Η ειρωνεία της τύχης και της ιστορίας το’ φερε και όλοι αυτοί που χάθηκαν στο Ζάλογγο, στην Ρινιάσα και στον Αχελώο, ήταν οι φάρες που ξεγελάστηκαν από τον ραδιούργο Αλή και διαχώρησαν την θέση τους από τους άλλους.
Όσοι έμειναν μέχρι την τελική συνθήκη και κατευθύνθηκαν προς την Πάργα (που ανήκε στην Ιόνιο πολιτεία) σώθηκαν όλοι. Οι (υπόλοιπες) φάρες που χάθηκαν μετά από μάχες ανυπέρβλητου ηρωισμού, αναστήθηκαν από τα υπολείμματα τους (ίσως όχι όλες) για να δώσουν (και αυτές) μία ακόμη γενεά απαράμιλλων πολεμιστών στην υπηρεσία της πατρίδας.



Αυτό καίει, σαν κάρβουνο πάνω στα κεφάλια τους, τα πνεύματα των προσκυνημένων στις εκάστοτε άδικες εξουσίες.
Αυτό γέμιζε φθόνο την καρδιά των άκαπνων «πολεμιστών» της εποχής.
Τι ήταν το Σούλι; Το φως της ελευθερίας και της δημοκρατίας στην σκοτεινή περίοδο της ιεράς συμμαχίας, στην πιο βάρβαρη τυραννία αυτής της συμμαχίας, στο κέντρο της επικράτειας του πιο αιμοσταγούς σατράπη αυτού του βασίλειου της απάνθρωπης βίας.
Ήταν και παραμένει, ως παράδειγμα, αγκάθι στην καρδιά τόσο των εξουσιαστών, όσο και των εθελοντών ραγιάδων.
Δύο αιώνες σχεδόν κράτησε την σκυτάλη της ελευθερίας (που πήρε από τον στρατό του Γεώργιου Καστριώτη) για να την παραδώσει αμόλυντη στην πιο ένδοξη από όλες τις γενιές του.
Την γενιά που δεν έχυσε το αίμα της για το Σούλι, αλλά για την υπόλοιπη Ελλάδα. Αυτός ήταν ο λόγος που αγάπησα τους Σουλιώτες περισσότερο από κάθε άλλη φυλή στην ιστορία της γής.
Γιατί αυτοί οι ακατάβλητοι πολεμιστές μας δίδαξαν, ότι πατρίδα δεν είναι ούτε τα σύμβολα, ούτε τα χώματα, ούτε οι τάφοι των προγόνων μας, αλλά οι ζώντες αδελφοί μας.
Αυτήν την πατρίδα υπηρετούσαν πάντα οι Σουλιώτες και γι αυτήν και μόνο έκαναν και τους ηρωισμούς, αλλά ακόμη και τις παρασπονδίες τους.
Κανένα δέλεαρ του Αλή δεν κλόνισε κανέναν.
Η ανάγκη να προστατέψουν τις φαμίλιες τους οδήγησε (όσους οδήγησε) σε λάθος ατραπούς. Φυσικά και τα ανθρώπινα πάθη (φιλαρχία, φιλοπρωτία) που χαρακτήριζαν ιδιαίτερα αυτούς τους ατρόμητους πολεμιστές έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην λήψη λαθεμένων αποφάσεων, αυτά όμως απέχουν παρασάγγας από την εικόνα ενός τσούρμου πλιατσικολόγων χωρίς καμία ηθική αρχή, που τους αποδίδουν «σοβαροί» ιστοριογράφοι. 
Αφού είδε κι αποείδε ο θηριώδης λήσταρχος που έγινε πασάς, ότι το Σούλι δεν παίρνεται με όπλα, έβαλε μπροστά την μπαμπεσιά.
Με χίλιους ύπουλους τρόπους ξέκοψε σημαντικές φάρες από τους υπόλοιπους, ενώ διαρκώς κρατούσε όμηρους συγγενείς των αρχηγών των υπολοίπων, ή και τους ίδιους τους αρχηγούς, ως δήθεν εγγυήσεις από μέρους των Σουλιωτών, για τις ψευτοσυνθήκες, που κάθε τόσο τους πρότεινε και πάντα ο ίδιος καταπατούσε.
Όταν πια βεβαιώθηκε ότι οι Σουλιώτες έμειναν ακέφαλοι, έσπευσε να δρέψει τις δάφνες του νικητή, αλλά τα βρήκε άλλη μια φορά μπαστούνια.
Οι αρειμάνιοι εκείνοι πολεμιστές δεν είχαν καμία ανάγκη από αρχηγούς.
Ο Αλής πήρε την Πρέβεζα από τους Γάλλους, απέκλεισε την Πάργα, προσεταιρίστηκε (με την βία και δόλιες υποσχέσεις) πολλούς Χριστιανούς της περιοχής, Έλληνες αρματολούς (που μαζί με τις «προσκυνημένες» φάρες συνήθως παρίσταναν ότι πολεμούσαν τους ανυπότακτους Σουλιώτες) όλους τους Μουσουλμάνους σύμμαχους των Σουλιωτών (μερικοί από τους οποίους παρέμεναν κρυφοί τους σύμμαχοι) και φυσικά όλους τους παραδοσιακούς εχθρούς των Σουλιωτών.
Τελικά τους απέκλεισε στο Κούγκι και την Κιάφα, χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς πυρομαχικά.
Μόνον ελεύθερο αέρα είχαν πιά, αλλά όπως αποδείχτηκε τους ήταν αρκετό.
Το Σούλι δεν έπεσε.
Μόνο τα χώματα του παραδόθηκαν στον δόλιο Αλή, που τότε κατάλαβε ότι με τόσα έξοδα, με τόσες ραδιουργίες το μόνο που κέρδισε ήταν κάτι πέτρες. Ο αητός είχε πετάξει στην ελευθερία ανέπαφος.
Η οργή του τότε ξέσπασε στις φάρες που τον πίστεψαν και τις ξέκανε με τον γνωστό τρόπο. Έτσι και εκείνες εξαργύρωσαν με το αίμα τους την επάνοδο τους στους κόλπους της δοξασμένης δημοκρατικής τους κοινότητας. 
Ισως κάποιοι και κάποιες θεωρήσουν ανόητες αυτές τις ομαδικές αυτοκτονίες των Σουλιωτισσών στο Ζάλογγο, στην γέφυρα του κοράκου, στην Ρινιάσα.
Το θέμα είναι ότι ποτέ η ελευθερία δεν χαρίστηκε σε ανάξιους.
Αναρωτιέμαι κατά πόσον πρέπει να θεωρείται αυτοκτονία η μέχρις εσχάτων πάλη για την ελευθερία.
Για κάποιες αυτοκτονία ήταν το αντίθετο· ήταν η υποταγή στις ακόλαστες ορέξεις του εχθρού.
Η Σουλιώτικη ήταν από τις ελάχιστες πολεμικές κοινωνίες στα παγκόσμια χρονικά, όπου η γυναίκα κατείχε τόσο σεβάσμια θέση και ίσως η μοναδική σε αυτόν τον βαθμό. Ο σεβασμός όμως, όπως και η ελευθερία κατακτώνται από τους άξιους να τα κατέχουν και αυτές οι αετομάννες αποδείχτηκαν άξιες σε όλη την ιστορία του Σουλίου.
Δεν θα κάνω την ιστορική αναδρομή αυτής της υπέροχης κοινωνίας, γιατί θα ήταν αδύνατο στα πλαίσια ενός άρθρου και γιατί υπάρχουν εξαιρετικές εργασίες πάνω σε αυτό.
Θα ανασκευάσω μόνο επιγραμματικά την παρωδία μου, αναφερόμενος ταυτόχρονα στις «επιστημονικές» αναζητήσεις της «ψαγμένης ιστοριογραφίας». 
Η πρώτη φάρα που πλανεύτηκε από τον Αλή ήταν οι Βοτσιαράτες (Μποτσαραίοι) που πήραν αρματωλίκι και ιδιοκτησίες με έδρα το Βουργαρέλι το 1798/99.
Λίγο πριν την τελική συνθηκολόγηση με τον γιό του Αλή, λίγες φτωχές οικογένειες με ιδιαίτερη συνθήκη εγκαταστάθηκαν στην Ρινιάσα.
Κατά την αποχώρηση από το Σούλι το 1803 περίπου 2.000 κατευθύνθηκαν στην Πάργα κι από εκεί στα Επτάνησα. Περίπου 1.000 (6 φάρες) κατευθύνθηκαν νότια ελπίζοντας ότι ο Αλής θα τους παραχωρούσε τα αρματολίκια του Λούρου και της Αρτας, όπως (γελασμένοι πιθανόν και οι ίδιοι από τον Αλή) τους υποσχέθηκαν ο Κίτσος Μπότσαρης, ο Σιλιχτάρ Μπότας και ο Μπεκήρ Τζογαδούρος.
Από αυτούς λίγοι αποσπάστηκαν πριν την τραγωδία του Ζαλόγγου (και άλλη μία ομάδα μετά) και πήγαν στην Ρινιάσα και μία μεγαλύτερη ομάδα άλλαξε πορεία και πήγε στο Βουργαρέλι.
Οι υπόλοιποι κατευθύνθηκαν πρώτα στην Καμαρίνα και στην συνέχεια στο οχυρότερο Ζάλογγο, γιατί ήδη κατέφθαναν οι Αλβανοί διώκτες τους υπό τους Αγο Μπουχουρδάρη και Μπεκήρ Τζογαδούρο.
Στις μάχες στο Ζάλογγο, στην Ρινιάσα (όπου η Δέσπω Μπότση έκανε το ίδιο με τον Σαμουήλ στο Κούγκι και ανατινάχτηκε με την οικογένεια της) και στον Ασπροπόταμο μερικές δεκάδες, ή εκατοντάδες μάχιμοι Σουλιώτες, αντιμετώπιζαν πολλές χιλιάδες εκλεκτού στρατεύματος.
Τελικά ούτε αυτοί οι λίγοι αφανίστηκαν εντελώς. Φυσικά αν οι μάχιμοι δεν είχαν να υπερασπιστούν άμαχους, ελάχιστοι θα είχαν χαθεί και οι διώκτες τους θα είχαν φύγει κυνηγημένοι. 
Στο Ζάλογγο σε μία άκρη του γκρεμού ήταν μαζεμένες περίπου 100 γυναίκες με μωρά. Όταν είδαν να πέφτουν και οι τελευταίοι υπερασπιστές τους, πέταξαν τα παιδιά στον γκρεμό, πιάστηκαν χέρι με χέρι, έψαλλαν μία δύο στροφές και όλες μαζί με μία σπαρακτική κραυγή έπεσαν στον γκρεμό.
Φυσικά δεν υπήρχε χώρος στους αιχμηρούς βράχους ούτε για ένα βήμα.
Την απόκοσμη αίσθηση του χορού έδωσε σε αυτόπτη μάρτυρα αυτή η μακρινή εικόνα των γυναικών πιασμένων χέρι χέρι.
Ο μάρτυρας αυτός ήταν ένας από τους διώκτες τους (Σουλεϊμάν αγάς) και αυτή ήταν η επίσημη αναφορά του.
Ο επικρατέστερος αριθμός των γυναικών που έπεσαν από τον γκρεμό και σκοτώθηκαν είναι 63. Κάποιες δεν σκοτώθηκαν από την πτώση, είτε γιατί πιάστηκαν σε κλαδιά, είτε γιατί έπεσαν πάνω σε άλλες και ελάχιστες διέφυγαν.
Εδώ πρέπει να πούμε, ότι ο υποδειγματικά αντικειμενικός Περραιβός* (που συμμετείχε σε αυτά τα γεγονότα, αλλά δεν ήταν παρών στο Ζάλογγο) έκανε ένα μικρό λαθάκι, που έδωσε πάτημα στους «αμφισβητησίες» να μιλάνε για εθνικούς μύθους. Έγραψε, ότι όντως χόρεψαν (ενώ ήταν αδύνατον) και έπεφταν μία μία στον γκρεμό, πράγμα που έμεινε και στην λαϊκή παράδοση. Έτσι μαζί με τον χορό (που πράγματι δεν έγινε) αμφισβητούν και την αυτοθυσία. 
Αρκετοί πιάστηκαν ζωντανοί και ο πονηρός Αλής τους έστειλε στο Βουργαρέλι, για να ξαναπλανέψει τους εκεί Σουλιώτες και να τους ξεπαστρέψει όλους μαζί.
Μετά την τελευταία παρασπονδία του όμως δεν ήταν πλέον πιστευτός και όλοι μαζί με τους απελευθερωθέντες του Ζαλόγγου κινήθηκαν ανατολικά προς τον Ασπροπόταμο. Εκεί τους ξαναέκλεισαν το 1804 οι Αλβανοί και ακολούθησε η μεγαλύτερη καταστροφή Σουλιωτών.
Από τους 1148 Σουλιώτες** και 250 άλλους Ελληνες (οι μάχιμοι ήσαν 360 άντρες και περίπου 150 ένοπλες γυναίκες) διέφυγαν από τον θάνατο και την αιχμαλωσία περίπου 100 άτομα. Από το Ζάλογγο γλίτωσαν περίπου οι μισοί. 



Οι φάρες που ξεκληρίστηκαν σε αυτές τις μάχες ήταν οι Βοτσιαράται, Κουτζονικάται, Μπουσμπάται, Μαλαμάται, Καραμπινάται, Τζωρτζάται και οι Φωτομαραίοι. Μαζί με αυτούς και μερικοί από τις άλλες φάρες.
Για να ολοκληρώσω την ανασκευή της παρωδίας μου, ο Καραϊσκάκης (τον φωνάζανε κοροϊδευτικά «γύφτο», γιατί ήταν μαυριδερός) αποκάλεσε τους Σουλιώτες «παλιοτσάρουχα» (στην παρωδία λέω «βρωμοτσάρουχα») αλλά πολύ αργότερα (τέλη 1822) όταν φοβήθηκε, ότι μία ομάδα Σουλιωτών υπό τον Κίτσο Τζαβέλα μπήκε στα Άγραφα, για να του φάει το αρματολίκι. 
Για μία και μοναδική φορά στην ζωή του, ο Καραϊσκάκης βρέθηκε εν αδίκω και μάλιστα διέπραξε πραγματικό ανοσιούργημα, για κάποιον που είχε βιώσει στο πετσί του (όσο κανείς άλλος) τόσο την άδικη καταδίωξη, όσο και την καταφρόνηση. Καταδίωξε τους Σουλιώτες (αφού πρώτα τους καθύβρισε) και μάλιστα έπιασε έναν ζωντανό και τον παρέδωσε στους Τούρκους, που τον σκότωσαν με φριχτά βασανιστήρια.
Αυτήν την πράξη ο Καραϊσκάκης την πλήρωσε πανάκριβα.
Και το αρματολίκι έχασε και η υγεία του χειροτέρεψε πολύ και σκοτώθηκε δολοφονημένος (αλλά και δοξασμένος) αφού πριν απέδειξε και το ανυπέρβλητο φρόνημα και την πολεμική και στρατηγική του αξία και πάνω απ όλα τον ανιδιοτελή πατριωτισμό και το εξαίρετο ήθος του.
Πολύ γρήγορα κατάλαβε με ποιους είχε να κάνει και στην συνέχεια όχι μόνο έγιναν οι καλλίτεροι φίλοι με τον Τζαβέλα, αλλά το σύνολο των Σουλιωτών (που δεν ανέχονταν κανέναν για αρχηγό και συνέχεια τσακώνονταν μεταξύ τους για τα ασήμαντα, αλλά ομονοούσαν στα σημαντικά) στήριξαν πιστά την αρχιστρατηγία του και όλες τις εκστρατείες του.
Οι ήρωες πάντα τα βρίσκουν μεταξύ τους.

* Αυτός ο σεμνός αγωνιστής του `21 και συναγωνιστής του Ρήγα ήταν από τους ελάχιστους «ξενομερίτες» που εμπιστεύονταν οι Σουλιώτες, πριν την κάθοδο τους στην νότια Ελλάδα. ( Ο Σαμουήλ -επίσης ξενομερίτης- διέμενε μόνιμα στο Σούλι).
** Μετά από αυτήν την ακριβή καταμέτρηση, που προηγήθηκε της καταστροφής, οι Σουλιώτες δεν δέχονταν να μετρηθούνε (για τους μισθούς και τις τροφές).

Πριν προλάβουμε να συνέλθουμε από τις «επιστημονικές» παλαβομάρες της Γαλλικούς, που έγινε «ιστορικός», άλλες «αποκαλύψεις» (από την ΝΕΤ αυτήν την φορά) ήλθαν να προστεθούν στην ψαγμένη ιστοριογραφία.
Ιδού η «επιστημονική» αφήγηση της μάχης του Χαϊδαρίου: «Στην μάχη του Χαϊδαρίου αρχηγός των Ελληνικών δυνάμεων ήταν ο στρατάρχης Φαβιέρος που οδηγούσε 1.700 τακτικούς, ενώ επικεφαλής 250 ατάκτων ήταν ο οπλαρχηγός Καραϊσκάκης, ο οποίος πολέμησε με ιδιαίτερη γενναιότητα σε αυτήν την μάχη, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί».
Τόσο πολλά λάθη σε τόσο λίγες λέξεις μόνο στην τηλεόραση έχω ξαναδεί.
Καλά που δεν τον είπε και δεκανέα.
Ο «οπλαρχηγός» ήταν ο αρχιστράτηγος και ο «στρατάρχης» ήταν συνταγματάρχης και όπως και σε όλες τις άλλες μάχες τα έκανε θάλασσα.
Οι τακτικοί μαζί με τους φιλέλληνες ήταν λιγότεροι από 1.400. Ο αριθμός 1.700 αντιστοιχεί στις απώλειες των Τούρκων.
Οι άτακτοι ήσαν πολλές χιλιάδες, αλλά όντως στην συγκεκριμένη μάχη και στην περιοχή του Χαϊδαρίου ενεπλάκησαν πολύ λίγοι.
Η ύποπτη φράση είναι ότι «πολέμησε με ιδιαίτερη γενναιότητα σε αυτήν την μάχη». Δηλαδή στις άλλες ήταν δειλός;
Τέλος ο Καραϊσκάκης σκοτώθηκε έναν χρόνο αργότερα στην μάχη του Ανάλατου (σημερινή Νέα Σμύρνη) και δυστυχώς όχι από την αδιαμφισβήτητη γενναιότητα του, αλλά από την προδοσία.
Για να μην αδικήσω και τον Φαβιέρο· ήταν πράγματι γενναίος, έντιμος και έμπειρος, αλλά και ξεροκέφαλος (όσο κανείς άλλος) αλαζών και ματαιόδοξος.
Παρά τις καλές του προθέσεις, τις άοκνες προσπάθειες και τους ικανούς και γενναίους Έλληνες και φιλέλληνες που τον ακολουθούσαν, δεν πρόσφερε απολύτως τίποτα στο αγώνα.
Αντίθετα κατασπατάλησε πολύτιμες δυνάμεις του έθνους σε παράλογες και ανερμάτιστες επιχειρήσεις, όπως έκανε και στο Χαϊδάρι.
Φυσικά δεν θα κάτσω να ανασκευάζω όλες τις ανιστόρητες βλακείες που (σαν επιδημία τώρα τελευταία) παρουσιάζονται ως «επιστημονικές» προσεγγίσεις.
Το έκανα άπαξ, για να αποδείξω πόσο γελοίοι είναι εκείνοι, που λένε, ότι το ατόπημα της Γαλλικούς ήταν, ότι έμπλεξε την «επιστήμη» με την πολιτική!!!!!!
Ποια επιστήμη ρε Φώτη; Την επιστήμη της διαστρέβλωσης και της λασπολογίας;
Δεν έμπλεξε τίποτα η γυναίκα· της ίδιας επιστήμης θεράπων δεν είσαι και συ ως επαγγελματίας πολιτικός;
Αλήθεια ρε Φώτη, μετά από αυτό το ξεφωνητό, γιατί δεν την στέλνεις να υπηρετήσει την «επιστήμη» της;
Ποιος δίνει δύναμη στην χρυσή αυγή ρε καϋμένε;
Η έλλειψη «αντιρατσιστικού» νόμου, ή η έλλειψη τσίπας από εσάς;
Γιατί κι αν υποθέσουμε, ότι έχει δίκιο η «επιστήμων», δεν θα έπρεπε τότε να υπερασπιστείτε το δίκιο της απέναντι στις «εθνικιστικές ιδεοληψίες»;
Αυτός είναι ο καθαρός και ειλικρινής λόγος της αριστεράς;
Αν σε ένα θέμα που αφορά την ιστορία, διαχωρίζετε την αλήθεια (έστω όπως την αντιλαμβάνεσθε εσείς) από τον πολιτικό λόγο, τότε στα καυτά θέματα της τρέχουσας πολιτικής τι κάνετε; Μας λέτε την αλήθεια;
Και ποιος άπλωσε χείρα συμπαράστασης στην «κατατρεγμένη επιστήμονα»;
Ο Ολυμπιονίκης του σέξ. Το «χάσμα» του μνημονίου που χωρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ από την ΔΗΜΑΡ δεν μπόρεσε να χωρίσει δύο μεγάλα πνεύματα…
Με Ολύμπια μακαριότητα, με την γαλήνη του ανθρώπου που εξαγόρασε την αιωνιότητα με διώξεις και κατατρεγμούς από τους φασίστες και τον παρασυρμένο όχλο, απευθύνθηκε δημόσια στην συνάδελφο του με αυτά τα λόγια: «Αφες αυτοίς. Ου γαρ οίδασιν τι ποιούσιν». 
Παριστάνουν οι ξετσίπωτοι, ότι υποχώρησαν αξιοπρεπώς μπροστά στον αφιονισμένο από εθνικισμό όχλο και έτσι θεωρούν, ότι αποκτούν το δικαίωμα να εμμένουν στην διαστρέβλωση και την λασπολογία χωρίς την βάσανο της απόδειξης.
Εμπρός λοιπόν ρε Φώτη, κατέβασε τους «επιστήμονες» σου να μετρηθούμε με κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ` αρέσουν· δεν έχεις να κάνεις με όχλο.
Βέβαια κανένας «σοβαρός» ΔΗΜΑΡίτης δεν διαβάζει τα άρθρα μου και δεν θα ενημερωθείς καν για την πρόκληση μου κι αυτό είναι το χειρότερο, γιατί θα συνεχίσεις να λες τις παπάρες σου.

Π. Ρέππας

ΥΓ. Για να μην ξεχνιόμαστε και προς την άλλη πλευρά, που σπεύδει να προσθέσει το θυμίαμα της στον βωμό της ηλιθιότητας.
Οι Σουλιώτες και όλοι εμείς οι Αρβανίτες είμαστε Ιλλυριοί- Αλβανοί και ως τέτοιοι είμαστε γνήσιοι Ελληνες. Από πού και ως που οι Μακεδνοί (Μακεδόνες), οι Μολοσσοί (Ηπειρώτες), οι Παίονες, οι Θράκες, οι Πόντιοι κ.λ.π. είναι πιο Ελληνες από τους υιούς του Κάδμου και της Αρμονίας;
Ταυτόχρονα όμως είμαστε και Αλβανοί, όπως οι Κρήτες εκτός από Ελληνες είναι και Κρητικοί. Βέβαια οι περισσότεροι Αλβανοί έχασαν την Ελληνική εθνική ταυτότητα, όπως συνέβη και με πολλούς άλλους (Τουρκοκρήτες, Γενίτσαροι κ.λ.π.) τόσο κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, όσο και μετά, χάρη στην «φιλέλληνα» δραστηριότητα των προστατών (νυν συμμάχων και εταίρων) και την ατέρμονα βλακεία των εθνικιστών.
Έτσι οι ίδιοι οι μεγαλοϊδεάτες αποκόπτουν ένα μεγάλο κομμάτι του μείζονος Ελληνισμού, που ακόμη και σήμερα θα μπορούσε να επιστρέψει.
Είμαστε Έλληνες λοιπόν και εκ της καταγωγής και εκ της παιδείας και εκ του αίματος των ηρώων μας, που χύθηκε για την Ελλάδα και την ελευθερία και δεν επιτρέπεται να λέμε, είτε ότι δεν είμαστε Έλληνες, είτε ότι δεν είμαστε Αλβανοί.
Το λέω αυτό γιατί και από εμάς τους ίδιους τους Αρβανίτες, οι περισσότεροι όντες γνήσιοι Αλβανοί- γκόγκες (ξεροκέφαλοι) αποποιούνται την καταγωγή τους επηρεασμένοι από αυτές τις ανιστόρητες ανοησίες.
Αν κάποιοι πρέπει να ντρέπονται για την καταγωγή τους, σίγουρα δεν είμαστε εμείς οι Ιλλυριοί.
Και όσο γι αυτούς που πρέπει να ντρέπονται, σίγουρα δεν είναι για την καταγωγή τους. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου