20.7.13

Η αθάνατη ελληνική ψυχή…



Τον Ιούλη του 1974, είχα μόλις τελειώσει την Β’ γυμνασίου.
Και επειδή κέρδιζα και χρονιά, ήμουν σχετικά μικρός.
Πολύ μικρός για να καταλάβω το τι ακριβώς συνέβαινε.
Τα όσα όμως έζησα τότε, στον δικό μου μικρόκοσμο, τα θυμάμαι σαν να ήταν χθες.



Θυμάμαι για παράδειγμα το στήσιμο όλων γύρω από τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις, μπας και μάθουμε τι ακριβώς γίνεται στην «μακρινή» Κύπρο.
Θυμάμαι την γενική επιστράτευση, και τους άνδρες της γειτονιάς να σπεύδουν χαρούμενοι να παρουσιαστούν στις μονάδες τους.
Θυμάμαι την αγωνία των γυναικών τους, που τους αποχαιρετούσαν κλαίγοντας.
Θυμάμαι τα τζιπ, και τα ΡΕΟ να πηγαινοέρχονται γεμάτα από μακρυμάλληδες επίστρατους, άλλος με μαγιό, άλλος με σαγιονάρες.
Όλοι όμως χαρούμενοι.
Κι αυτό με γέμιζε περηφάνια.


Όπως επίσης θυμάμαι πολύ καλά το γεγονός ότι εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες Έλληνες μετανάστες πήραν το πρώτο τρένο, και το πρώτο αεροπλάνο από την Γερμανία, τον Καναδά, ακόμη και από την μακρινή Αυστραλία, για να επιστρέψουν στη πατρίδα και να πολεμήσουν, χωρίς να τους το έχει επιβάλλει κανείς.
Εθελοντικά!
Όπως θυμάμαι και την αγωνία μιας γειτόνισσας, που ο γιος της, έχοντας ήδη υπηρετήσει στην ΕΛΔΥΚ επί 12 μήνες, ήταν εν πλω προς τον Πειραιά, μαζί με την σειρά του, αφού σε πέντε μέρες θα απολύονταν.
Τα μαντάτα τους έφτασαν μεσοπέλαγα, και το (νομίζω) αρματαγωγό γύρισε πίσω στη Κύπρο, για να … πολεμήσουν.
Εκεί που μήνες τώρα μετρούσαν μέρες για να απολυθούν…
Η γειτόνισσα κόντευε να τρελαθεί απ τον καημό της.
Εγώ ήμουν μικρός, και δεν πολυκαταλάβαινα τον ενθουσιασμό των ανδρών, και την αγωνία των γυναικών.
Μέσα στο προεφηβικό μυαλό μου ήταν μπλεγμένες ιστορίες από το 1821, από τις Θερμοπύλες, από το Καλπάκι, και από την σειρά Μάχη που βλέπαμε τότε στη τηλεόραση.
Οι δε Λοκατζήδες, ήταν για μένα κάτι σαν μικροί θεοί της Ελλάδας.
Δυο τρεις λόχοι από δαύτους και ο Τούρκος θα γονάτιζε….
Ακόμη και αργότερα, όταν τα νέα δεν ήταν και τόσο ευχάριστα, πάλι δεν πολυκαταλάβαινα.
Όταν είσαι 12 χρονώ, ο θάνατος και η απώλεια είναι κάτι το εντελώς ξένο και μακρινό.
Δεν καταλάβαινα τα παράπονα των μεγάλων για την «προδοσία» των στρατιωτικών, για τον ρόλο του Κίσιγκερ, για τις θολές φήμες περί των ΟΗΕδων, για το ότι οι επιστρατευθέντες δεν είχαν βρει καμιά οργάνωση παρά το ότι επί 7 χρόνια η Ελλάδα ζούσε σε στρατιωτικό καθεστώς,  για το ότι τα κιβώτια με τις σφαίρες ήταν άδεια, ή είχαν μέσα πέτρες, για το ότι τα κιβώτια με τα όπλα είχαν μέσα άρβυλα, για το ότι η πολιτική ηγεσία που ανέλαβε ασμένως δήλωσε ότι η Κύπρος πέφτει πολύ μακριά, κ.ο.κ.
Εγώ το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ηρωικές μάχες, με τους Τούρκους να νοιώθουν στο πετσί τους την ελληνική μαγκιά!
Αυτήν που διδασκόμασταν στο σχολείο.
Και μετά ήρθε η κατάρρευση.
Αττίλας 1 και Αττίλας 2, και πάει η μισή Κύπρος, και με κατεβασμένα τα κεφάλια η Ελλάδα συνέχισε να γλύφει τις πληγές της, πλην όμως με έναν άλλου είδους ενθουσιασμό να κυριαρχεί, πολιτικό αυτή τη φορά, αφού η παλλαϊκή χαρά για τη πτώση της χούντας (έστω και με αντάλλαγμα τη μισή Κύπρο) έβαλε στην άκρη όλα τα άλλα.
Οι ρυθμοί ήταν ξέφρενοι.
Τα εμβατήρια αντικαταστάθηκαν με αντάρτικα, και οι πρώην αεράτοι και αλαζόνες αξιωματικοί και αστυνομικοί ήταν παντού απαξιωμένοι.
Ο κόσμος έπαψε γρήγορα να ασχολείται με την Κύπρο, άφησε πίσω του τις μάχες, και όλοι ανεξαιρέτως ασχολούνταν τώρα με την νεόφερτη δημοκρατία.
Οι επίστρατοι γύρισαν πίσω (και ο γιος της γειτόνισσας, αρτιμελής μεν, λίγο μόνιμα αφηρημένος δε).
Και η Κύπρος ξεχάστηκε.
Μαζί με όλους όσοι πολέμησαν ή ακόμη και σκοτώθηκαν, ή χάθηκαν εκεί.
Και είναι κρίμα.
Διότι είχαν, και έχουν πάρα πολλά να μας διδάξουν.
Αρκεί να σκεφτούμε πως ήταν η τελευταία γενιά των Ελλήνων, που από το 1922, πολέμησαν τον Τούρκο.
Και ήταν δίπλα μας.
Όχι κάποιες εικόνες σε κορνίζες, ή κάποιες φιγούρες σε παλιές κιτρινισμένες φωτογραφίες.
Ήταν ίδιοι με εμάς.
Γείτονες, συγγενείς  και φίλοι.
Πόσα θα μπορούσαν αλήθεια να μας πουν;
Πόσο θα μπορούσαν να μας εμψυχώσουν;
Πόσα θα μπορούσαν να διδάξουν στα μικρά παιδιά;
Με πόσα παράσημα θα έπρεπε να τους γεμίσουμε;
Με πόσες τιμητικές θέσεις, και συντάξεις;
Κι όμως όλοι εμείς, αλλά και το επίσημο κράτος, τους ξεχάσαμε.
Τους βάλαμε στην άκρη.
Τους κρύψαμε κάτω από το χαλί.


Σαν να ντρεπόμαστε για αυτούς, επειδή χάθηκε η Κύπρος για χίλιους δυο λόγους, αλλά σε καμία περίπτωση εξαιτίας αυτών των σύγχρονων ηρώων.
Σαν να έφταιγαν αυτοί για τα χάλια της τότε ηγεσίας…
Έχοντας πλέον μεγαλώσει, έχοντας υπηρετήσει δυο χρόνια στον στρατό, και έχοντας ακούσει, διαβάσει, και μελετήσει πάρα πολλά για μάχες και πολέμους, για ένα είμαι σίγουρος: Ήρωας δεν γεννιέσαι, αλλά γίνεσαι.
Και οι ήρωες δεν είναι κάποιοι απόκοσμοι εξαιρετικοί μικροί ημίθεοι, αλλά ο διπλανός μας.
Αυτός που στη κατάλληλη στιγμή, θα ξεπεράσει την εγγενή ανθρώπινη φοβία, και θα κάνει την υπέρβασή του, την ώρα που γύρω του πέφτουν οι όλμοι, και σφυρίζουν οι σφαίρες.
Και το περίεργο τελικά είναι ότι οι ήρωες αυτοί, όλων των στρατών του κόσμου, συνήθως δεν πολεμούν για ιδανικά, και για σημαίες, αλλά για το τομάρι τους, και για το τομάρι των διπλανών τους στο όρυγμα. Για τα φιλαράκια τους δηλαδή.
Και όμως, εκεί ακριβώς έγκειται η μεγάλη διαφορά των Ελλήνων, που αν και δεν θεωρώ τον εαυτό μου Ελληναρά, εν τούτοις οφείλω να το καταθέσω: Ότι δηλαδή, από όσα μπόρεσα να σταχυολογήσω, είτε διαβάζοντας, είτε γνωρίζοντας και «ανακρίνοντας» τέτοιους ήρωες, αυτό που είχαν όλοι ως κοινή συνισταμένη, ήταν ότι στη δύσκολη στιγμή, εκεί που τα γόνατα λυγίζουν, οι κύστες αδειάζουν ακούσια, και η μυρωδιά του θανάτου απλώνεται πάνω τους, όλοι ανεξαιρέτως θυμούνται πως είναι Έλληνες, και κάνουν το κάτι παραπάνω!
Έτσι ακριβώς.
Για αυτό, ότι και να περνάμε, όσα δεινά και να μας βρουν, στο βάθος είμαι αισιόδοξος.
Οι Φοίνικες, οι Καρχηδόνιοι, οι Πέρσες, οι Ρωμαίοι, και χίλιοι δυο άλλοι λαοί που κάποτε μεγαλούργησαν, εξαφανίσθηκαν από προσώπου γης, και σήμερα έχει μείνει μόνο η ανάμνησή τους.
Οι Έλληνες συνεχίζουν να υπάρχουν.
Κουτσά στραβά.
Με επίγνωση του ότι είναι Έλληνες.
Παρά τους κατά καιρούς Εφιάλτες, τους Πήλιους Γούσηδες, και τις χιλιάδες κερκόπορτες….
Διότι μάλλον έχουν μια ειδική μαγιά (και αυτό δεν έχει σχέση με το αίμα ή το DNA, κλπ).
Πρέπει να έχει σχέση με τη ψυχή…
Αλλιώς δεν εξηγείται.

Strange Attractor

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου