16.11.13

Θυμάστε παλιά που ψωνίζαμε;



Ακούγοντας ραδιόφωνο σήμερα έδωσα μεγαλύτερη προσοχή σε μια διαφήμιση. Βέβαια, έπαθα ότι παθαίνω συχνά με τις διαφημίσεις.
Ξεχνώ το διαφημιζόμενο προϊόν και στέκομαι στην αισθητική, στο νόημα, στον πρωταγωνιστή, στη μουσική κλπ παρεμφερή.



Σ’ αυτή τη διαφήμιση ένα μικρό αγοράκι, του Δημοτικού είναι, απορρίπτει την πιθανότητα να κάνει “σχέση” με κάποιες συμμαθήτριές του γιατί είναι, λέει, “σπάταλες γυναίκες” .
O tempora o mores.


Νέα γενιά ανθρώπων μεγαλώνει σ’ αυτή τη χώρα.
Πότε, ωρέ, συνέλληνες μάθανε τα μωρά μας πόσο κάνει η ξύστρα τους;
Πότε μάθανε να εκτιμούν τον άνθρωπο ανάλογα με τη στάση του απέναντι στο χρήμα; Βέβαια, το να είναι “οικονόμα” μια γυναίκα ήταν ανέκαθεν προσόν, αλλά οι προηγούμενες γενιές ανδρών είχαν σαν στόχο να την “κακομάθουν” τη γυναίκα τους, γιατί από τον δικό της καταναλωτισμό κρίνονταν και το δικό τους κοινωνικό στάτους. Τώρα, ο μικρός της διαφήμισης ούτε καν εξετάζει το ενδεχόμενο να δωρίσει ένα μαρκαδόρο στο κοριτσάκι, που ναι μεν του αρέσει αλλά…
Έμαθαν ακόμη και τα παιδάκια του δημοτικού να εκτιμούν την αξία ενός μολυβιού, ενός μαρκαδόρου, μιας γόμας.
Αυτής που προορίζουμε για να σβήσει τα αμαρτήματα του παρελθόντος μας.
Το κακό είναι ότι το έμαθαν με τον πιο σκληρό τρόπο.
Με την ανέχεια και σε πολλές ακραίες περιπτώσεις, που όλο και πληθαίνουν, με την πείνα.
Έχω, βέβαια, παρατηρήσει ότι και η δική μου γενιά έχει αλλάξει.
Θυμάστε παλιά που ψωνίζαμε;
Γενικώς αλλά και ειδικώς, συνήθως “φιρμάτο και να φαίνεται” και υπερβάλαμε στην τιμή τόσο όσο να ανέβουν οι μετοχές μας στο χρηματιστήριο των κοινωνικών αξιών; Το μπλουζάκι των 80 εμείς μ’ ένα μαγικό τρόπο το είχαμε αγοράσει 150.
Δεν καταδεχόμασταν να ψωνίσουμε σε περίοδο εκπτώσεων ή δεν παραδεχόμασταν ότι το κάναμε.
Σύνηθες θέμα συζητήσεων το πόσο ακριβά κόστισε η ταβέρνα, τα ρούχα, το ταξίδι στο εξωτερικό.
Πόσο ακριβά έχει πληρωθεί το μονόπετρο και το ρολόι.
Ναι, αυτά που φέτος πήρε το ευαγές μαγαζάκι της γωνίας έναντι πινακίου φακής.
Για το “αμάξι” δε μιλάμε.
Εννοείται ότι ήταν ανάλογο της θέσης μας στην κοινωνία και της οικονομικής μας επιφάνειας.
Γνωρίζω άνθρωπο που είχε αντικαταστήσει την ένδειξη 1,6 με άλλη των 2,0, αυξάνοντας τόσο απλά τον κυβισμό του “μπεμβέ” μόνο και μόνο για το φαίνεσθαι.
Ξαφνικά.. μούγκα.
Ακόμη και όσοι έχουν τη δυνατότητα να απολαύσουν καταναλωτικά αγαθά καλής ποιότητας και υψηλής τιμής το κρύβουν επιμελώς.
Ντρέπονται και αισθάνονται τύψεις απέναντι σε όσους δεν έχουν ούτε τα απολύτως στοιχειώδη.
Θέλω, όμως και να πιστεύω ότι επαναπροσδιορίσαμε τις αξίες και τα πρότυπά μας και βρίσκουμε την ουσία των πραγμάτων εκεί ακριβώς που βρίσκεται και όχι στην ετικέτα με την τιμή.
Σημ.: ΔΕΝ καταδικάζω τον καταναλωτισμό με χρήματα που προέρχονταν από την εργασία μας και ήταν, αναλογικά, μέσα στις δυνατότητές μας.
ΔΕΝ έχω τύψεις για όσα απόλαυσα επειδή είχα χρήματα από τη δουλειά μου.
Καλή η επένδυση, καλή η αποταμίευση, αλλά ο άνθρωπος δουλεύει για να ικανοποιεί πρωτίστως τις όποιες ανάγκες του όσο ζει. (Άγνωστο, δηλαδή για πόσο και, ως γνωστόν, τα σάβανα δεν έχουν τσέπες).
Ακόμη και αυτές που κρίνονται περιττές από κάποιους.
Αρκεί να το κάνει με χρήματα που έχει και είναι προϊόν του κόπου του.
Κι αν κάτι έμαθα από το δικό μου παιδί είναι: ποτέ μην ξοδεύεις χρήματα που δεν έχεις αποκτήσει.
Το είπε, λέει, ο Τζέφερσον, αυτός ο παλαιός πρόεδρος των ΗΠΑ και ο γιος μου το θυμήθηκε όταν πήγε να ανοίξει τον φοιτητικό του λογαριασμό στην τράπεζα και τον ρώτησαν αν θέλει να του βγάλουν πιστωτική κάρτα.
Η απάντηση, φυσικά, ΟΧΙ.

Γεωργία Καρβουνάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου