7.12.13

Οβερκουάλιφαϊντ…



Οβερκουάλιφαϊντ σηµαίνει ότι δεν µπορεί να ψήνει µπιφτέκια.
Να διπλώνει µπλούζες.
Να απαντάει τηλέφωνα.
Να φορτώνει. Να ξεφορτώνει.
Υπάρχουν άλλοι για αυτά.



Απόφοιτοι Α.Ε.Ι συνήθως κι εκείνοι αλλά χωρίς τα υπόλοιπα.
Τις δηµοσιεύσεις. Τις υποτροφίες.
Τη φαστ τρακ λογική ακαδηµαϊκής αναρρίχησης.
Φαίνονται αυτά. Όχι µόνο στο βιογραφικό.
Στο βλέµµα φαίνονται. Πως κάποιος άλλος είναι ο στόχος.
Ή µάλλον ήταν…



Υπάρχει µια ανακολουθία.
Γιατί κάποιος που µια σειρά από ξένα πανεπιστήµια του προτείνουν µερική ή πλήρη υποτροφία, να θέλει να πουλάει µεταφορές υπολοίπων στεγαστικών δανείων. Προγράµµατα κινητής τηλεφωνίας και εϊ ντι ες ελ.
Να παίρνει πρώτο µισθό χίλια εκατόν εβδοµήντα µικτά.
Καθαρά περίπου εννιακόσια το µήνα.
Κάτι δεν πάει καλά.
Το καλύτερο του το είπε ένας διευθυντής προσωπικού.
Αν είχα το βιογραφικό σου, δεν θα καθόµουν στην Ελλάδα.
Απλά και ψύχραιµα.
Οβερκουάλιφαϊντ σηµαίνει πως αν είσαι Έλληνας, αλλάζεις πατρίδα.
Είχε δει, στα φυλλάδια που του ‘στειλαν, τη λίµνη του Σικάγο, όπως θα φαινόταν από το παράθυρο του πανεπιστηµιακού κοιτώνα.
Μπορούσε να ασχοληθεί µε ιστιοπλοϊα, του γράφανε.
Αν ήθελε.
Ή απλώς να περπατάει στα «µονοπάτια περίσκεψης», δίπλα από τα ήρεµα ποτάµια που διέσχιζαν την ύπαιθρο της Νέας Αγγλίας.
Ποτάµια που αντανακλούσαν τις πορτοκαλοκόκκινες αποχρώσεις των δέντρων και όψεις σπιτιών σκεπασµένων από καταπράσινους κισσούς.
∆εν είχαν, επίσης, παραλείψει να του αναφέρουν στις επιστολές τους, πως αν επέλεγε το πανεπιστήµιό τους, θα είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει µαθήµατα ανώτατου επιπέδου. Από υποψήφιους νοµπελίστες.
Και από έναν που το είχε κερδίσει.
Το Νόµπελ!
Θα ανήκε σε αυτή την πολύ µικρή, την σχεδόν ερµητικά κλειστή κάστα γνώσης των Οικονοµικών Επιστηµών.
Και, από την αρχή σχεδόν, θα ανταµείβονταν ανάλογα.
Αρκεί να πήγαινε, βέβαια. Αυτό ήταν το θέµα.
∆εν µπορούσε να πάει.
Ο πατέρας του πέθαινε.
Ήταν σαν να τον περίµενε στη γωνία ο γέρος.
Πάντα από πάνω, πάντα ελεγκτικός.
Πάντα να τον κάνει να αισθάνεται ανεπαρκής.
Μερικές φορές νόµιζε ότι το ‘χε κάνει επίτηδες.
Περίµενε να έρθουν οι υποτροφίες κι έσκασε το παραµύθι µε τον καρκίνο.
Αν δεν έβλεπε τις εργαστηριακές εξετάσεις µε τα µάτια του, θα ‘ταν σίγουρος.
Πως ο καρκίνος ήταν το κόλπο γκρόσο, το τελευταίο τρικ για να βγει ο γέρος πάλι από πάνω.
Πάλι πιο.
Πιο κοντά στο θάνατο αυτή τη φορά αλλά και πάλι. Μεγαλύτερος.
Είχε περάσει όλη του τη ζωή επιχειρώντας να του αποδείξει την αξία του και πάνω που τα ‘χε καταφέρει, εκείνος πέθαινε.
Καµία γνώση, καµία αναγνώριση, τίποτα.
Τίποτε δε συγκρίνεται µε το θάνατο.
Ο γέρος το ‘χε ξανακάνει.
Του είπε, βέβαια. Σε ένα µικρό διάλειµµα ανάµεσα στους πόνους και τη µορφίνη, του ‘πε. Να φύγει.
∆εν υπάρχει λόγος να µένει για να συγκεντρώνει απορρίψεις από εµποράκους του κώλου. Έτσι του ‘πε. Να πάει.
Μην τη χάσει την ευκαιρία.
Αν θέλει, να πάει.
Ο θάνατός του, ακόµα κι από πλευρά της δραµατουργίας, ήταν σωστός.
Σκότωνε, µεταφορικά µιλώντας, το δάσκαλό του.
Το απόλυτο, άλλωστε, χρέος και δικαίωµα του καλού µαθητή.
Κι όπως επιβεβαίωναν και οι ξένοι, υπήρξε καλός µαθητής του πατέρα του.
Που µπορεί η ακαδηµαϊκή του καριέρα να περιορίστηκε εντός συνόρων, αλλά ήταν άλλες εποχές.
Κι ήταν κι καριόλα η γυναίκα του – η µάνα του - που µέχρι να σηκωθεί να φύγει, όλο ζητούσε. Ποτέ δε στήριξε. Τέλος πάντων.
Αυτό ήταν το σωστό. Να φύγει.
Κάθε γέννηση κρύβει θανατικό.
Κάθε θάνατος, γέννηση. Όλα γίνονταν σωστό.
Να φύγει. Στη θέση του, εκείνος θα ‘φευγε.
Γυρίζοντας από το νοσοκοµείο εκείνη τη µέρα, µποτιλιαρισµένος στον Κηφισό, µε τις νταλίκες να ‘χουν κλείσει το µισό δρόµο, κάτι µονάδες οδοποιίας τον άλλο µισό, τη θερµοκρασία να φτάνει τους σαράντα και την πόλη να χάνεται πίσω από ένα αδιαπέραστο στρώµα οµίχλης και καυσαερίου, κατάλαβε.
Όχι απλώς κατάλαβε. Ένιωσε.
Κάπου ανάµεσα στην κοιλιά και το στοµάχι.
Ίσως κανένα µονοπάτι περίσκεψης στη Νέα Αγγλία δεν θα ήταν τόσο αποτελεσµατικό όσο ο µποτιλιαρισµένος Κηφισός.
Πολύ αστείο. Γέλασε µόνος του.
Ένας µε ηµιφορτηγό, από δίπλα, γύρισε και τον κοίταξε.
Κούνησε το κεφάλι του, τι να πει. ∆ύο ώρες κολληµένοι στην άσφαλτο, είναι να µην τρελαθείς σε αυτή τη χώρα;
Την επόµενη µέρα, περίµενε.
Τους γιατρούς να περάσουν, τους πόνους να δώσουν τη θέση τους στη µορφίνη.
Να ξυπνήσει. ∆εν θα πάω, του ‘πε. Θα κάτσω µαζί σου.
Ο γέρος τον κοίταζε. Σαν να µην καταλάβαινε.
Εδώ, του ‘πε. Μαζί σου. Μέχρι το τέλος.
Εµείς οι δύο ήµαστε. Μέχρι το τέλος.
Κοίταζε τα ξεθωριασµένα µάτια του.
Κάτι έγινε, σαν να πέταξαν εκατοντάδες πουλιά στα µάτια του πατέρα του.
Σαν να πέταξαν µακριά και το τοπίο απογυµνώθηκε.
Έµειναν να κοιτάζονται για µερικά λεπτά, ύστερα ένα δάκρυ κύλησε από τα µάτια του πατέρα του.
Σηκώθηκε και τον αγκάλιασε.
Μείναν αγκαλιασµένοι µέχρι που η µορφίνη άρχισε να κάνει δράση.

Παναγιώτης Ιωσηφέλλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου