18.11.13

Μια Ζωή Σικέ (30)



Από μικρό παιδί λοιπόν με απασχολούσε το εξής ηθικό πρόβλημα: Όταν ένα ζευγάρι παντρεύεται, ορκίζονται ο ένας στον άλλο αιώνια πίστη κλπ.
Παντρεύονται δε συνειδητά, και χωρίς βία.
Όταν όμως χωρίσουν, ή όταν ο άνδρας πεθάνει, είναι ζήτημα χρόνου για τη γυναίκα να πάει να πηδηχτεί με άλλον.




Πολλές φορές ο χωρισμός έρχεται για αυτόν ακριβώς το λόγο.
Βέβαια δεν μιλάω για αυτές που ούτως ή άλλως τις θεωρώ πιρπιτσόλια.
Μιλάω για τις άλλες, τις τίμιες, που…. ορκίστηκαν στο στεφάνι τους.
Πως λοιπόν πάνε με άλλον μόλις χωρίσουν;
Τι έγινε η αιώνια πίστη;
Έπαψε να ισχύει με την έκδοση ενός χαρτιού;
Ε λοιπόν, αυτό το χαζό πραγματάκι με απασχολούσε στα δεκαπέντε μου και με απασχολεί και τώρα.


Γιαλαντζί αντάρτες….



Η γενιά μου, η γενιά των σημερινών σαραντάρηδων, στεναχωριέται διαχρονικά που δεν έχει ζήσει τίποτα σημαντικό.
Ούτε παγκοσμίους πολέμους, ούτε εμφυλίους, ούτε δικτατορίες, ούτε τίποτα.




Ακούγεται ελαφρώς γελοίο να χαλιέσαι επειδή...δεν πολέμησες, δεν κινδύνεψες να σκοτωθείς, δεν προσπάθησες να σκοτώσεις, δεν βρήκες ένα τανκ για να σταθείς μπροστά του.
Παρότι δεν συμμερίζομαι το συναίσθημα πάντως, ομολογώ ότι το καταλαβαίνω.
Το έχει αποδώσει άλλωστε, σαφώς καλύτερα από εμένα ο Νίκος Πορτοκάλογλου στο «Υπάρχει λόγος σοβαρός»: «Τίποτα δεν έδωσε σε εμάς ιστορία, αυτό το τίποτα να εκφράσεις και να εκφραστείς...».


Σχολιάζοντας τους μύθους της μεταπολίτευσης...

Σταχυολογώ μερικά σημεία απο το άρθρο του Αθανάσιου Χ. Παπανδρόπουλου, πού δημοσιεύθηκε στο τεύχος Νοεμβρίου 2011 της Athens Review of Books:


- Tην περίοδο 1981-1985, εισρέουν στην Ελλάδα απίστευτα ποσά, περί τα 50 δισ. δολάρια, δανεισμένα από ξένες τράπεζες, κυρίως ιαπωνικές. Παράλληλα δε η χώρα εισέπραξε και άλλα 26 δισ. δολάρια από κοινοτικές επιδοτήσεις. Μέσα σε μία τετραετία, δηλαδή, η χώρα είχε δεχθεί το ισόποσο ενός έτους Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ). Όσο για το δημόσιο χρέος της, από 28% του ΑΕΠ το 1980, είχε εκτιναχθεί στο 47,8% στα τέλη του 1985. Είχε, δηλαδή, σχεδόν διπλασιασθεί χωρίς να γίνει στη χώρα ούτε ένα έργο!
Αντιθέτως, η κατανάλωση είχε πάει στα ύψη, με αποτέλεσμα την αλματώδη άνοδο του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, το έλλειμμα του οποίου έφθασε να αντιπροσωπεύει το 14,5% του ΑΕΠ και να είναι το υψηλότερο κατά κεφαλήν στον κόσμο!


Τι γιορτάζαμε χθες;



«Τι γιορτάζουμε κάθε χρόνο στις 17 Νοεμβρίου»;
Δεν χωράει αμφιβολία ότι πολλοί, δυστυχώς περισσότεροι απ’ όσο θα μπορούσε να υπολογίσει μια μετρίως απαισιόδοξη εκτίμηση, πιστεύουν ότι γιορτάζουμε την πτώση της χούντας.
Εξ ου και η διαβεβαίωση ότι «η χούντα δεν έπεσε το ’73» που δεν χορταίνουν να το επαναλαμβάνουν σε όλους τους τόνους.
Και να σκαρφαλώνουν στα κάγκελα της ΕΡΤ παριστάνοντας πως είναι σκαρφαλωμένοι στα κάγκελα του Πολυτεχνείου και να βάζουν από κάτω τον Λαφαζάνη -ή μήπως ήταν ο Στρατούλης;- να φωνάζει ρυθμικά «ψωμί, παιδεία, ελευθερία».




Επειδή όντως η χούντα δεν έπεσε το ’73 αλλά το καλοκαίρι του ’74, μετά την εισβολή στην Κύπρο και την κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού, μπορούμε όντως να αναρωτηθούμε «τι ακριβώς γιορτάζουμε κάθε χρόνο στις 17 Νοεμβρίου»;
Διότι, ως γνωστόν, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, τη χούντα του Παπαδόπουλου, που επιθυμούσε να ανοιχτεί στους πολιτικούς, τη διαδέχθηκε η χούντα του Ιωαννίδη που κυβέρνησε, όσο κυβέρνησε, με την ΕΣΑ.


Χρυσά παξιμάδια και τσίγκινα μυαλά


Τα προϊόντα των εντερικών τους εκκενώσεων μεταποιούν σε παξιμάδι κατά τον κύριο Ιορδάνη Τζαμτζή οι βουλευτές μας για να τα βγάλουν πέρα. Τάδε δήλωσε δια τηλεφωνικής παρέμβασης (ούτε καν εν τη ρύμη του λόγου του σε "αναμμένη" συζήτηση) ο εκπρόσωπος του νομού Πέλλας στο Κοινοβούλιο, χύνοντας την καρδάρα με το γάλα μετά το διασυρμό του ΣΥΡΙΖΑ στην πρόταση μομφής της προηγούμενης εβδομάδας, από την οποία το μόνο όφελος που είχε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν η απόδειξη της κυρίας Τζάκρη ότι ο νομός Πέλλας (και πάλι) βγάζει κι άλλα φρούτα εκτός από ροδάκινα. Δεν παίζει, κάτι κάνανε λάθος οι αγρότες του νομού μας στο ράντισμα.

Το σπίτι του παππού μου



Γεννήθηκα και μεγάλωσα σ’ ένα ακριτικό χωριό, στον Έβρο. Το Ασημένιο. Οι παππούδες μας ήρθαν πρόσφυγες από Πέρα, μ’ εκείνη την ανταλλαγή πληθυσμών το 1922. Οι περισσότεροι βολεύτηκαν σε κάτι πλινθόκτιστα σπίτια γιατί νόμισαν πώς ο ξεριζωμός ήταν προσωρινός. Γιατί πίστευαν πως κάποτε θα επέστρεφαν στα σπίτια τους, στα χωράφια τους, στη γη τους, σε μια ζωή που διακόπηκε απότομα. Κάποιοι μάλιστα ούτε τα υπάρχοντά τους δεν πήραν. Τόσο βέβαιοι ήταν για την επιστροφή. Όμως, ποτέ ο ξεριζωμός δεν είναι προσωρινός. Είναι μόνιμος, πανάθεμά τον....


Σαράντα χρόνια παρεξήγηση…



Σαράντα χρόνια στρογγυλά, δεν λέω, είναι κάτι.
Μια ολόκληρη ζωή.
Αλλά δεν έχει σημασία, και δέκα χρόνια μετά, το '83 ας πούμε, όταν έλεγα σε νεώτερους φίλους μου ότι δεν έπρεπε να μας ζηλεύουν που "είχαμε ζήσει το Πολυτεχνείο", ότι αυτοί ήταν πολύ πιο τυχεροί γιατί πρόλαβαν να περάσουν φοιτητικά χρόνια χωρίς χούντα, ότι περνούσαμε άσχημα στην επταετία, ότι θα ήθελα πολύ να μην έχω ζήσει κανένα Πολυτεχνείο, αλλά να νιώθω πιο ελεύθερη στην εφηβεία και στη νεανική ηλικία μου, δεν με πίστευαν.



Τη θυμάμαι αυτή τη συζήτηση γιατί με είχε ξαφνιάσει.
Γινόταν με νεαρούς μουσικούς, δέκα χρόνια μικρότερους από μένα.
Ήμουν τριάντα κι ήταν είκοσι, είχα μείνει κατάπληκτη που μου έλεγαν ότι ήμουν τυχερή που είχα αντισταθεί στη χούντα!
Ίσως είχαν φανταστεί μια αντιστασιακή ζωή, όχι μια ζωή φοβισμένη, γεμάτη θυμό που δεν βρίσκει διέξοδο, με πολλή υποταγή και ανοχή αυθαιρεσιών, πολλή καχυποψία και πνευματική φτώχεια, πολλή μοναξιά και επιφύλαξη, σαν αυτή που είχαμε ζήσει για εφτά χρόνια. Δεν ξέρω τι είχαν φανταστεί.


Στρατιώτης την εποχή του πολυτεχνείου…



Όταν με ρωτούν για τις εμπειρίες της στρατιωτικής μου θητείας, δυσκολεύονται οι περισσότεροι, ή και παραξενεύονται, ακούγοντας πως συγκρίνοντάς τες με εκείνες της φυλακής, λέω πως ήταν χειρότερες.
Αν εξαιρέσουμε όμως την περίοδο από τη σύλληψη έως τη δίκη (Σεπτέμβρης ’69-Φεβρουάριος ’70), που περιλάμβανε ανακρίσεις και βασανιστήρια, η περίοδος της τετράχρονης φυλάκισης είχε μια κάποια κανονικότητα στην οποία προσαρμοζόσουν.



Βάραινε βέβαια η αβεβαιότητα των ισοβίων, αλλά με μια τέτοια ποινή ο προσωπικός ορίζοντας εξαρτιόταν από τον πολιτικό.
Στη φυλακή υπήρχε μια «τεχνολογία» προσαρμογής και επιβίωσης που είχαν αναπτύξει οι ομάδες των πολιτικών κρατουμένων πριν από σένα.
Επομένως η ατομική προσαρμογή διαμεσολαβούνταν από την ομαδική, από την οργάνωση των κρατουμένων.
Αντίθετα, στον στρατό δεν υπήρχαν μηχανισμοί διαμεσολάβησης.
Ήσουν μόνος σου απέναντι σε έναν εχθρικό μηχανισμό που σε ξεχώριζε σαν την τρίχα μες στο γάλα, σε στιγμάτιζε, σε αντιπαρέθετε απέναντι στους άλλους.