7.1.14

Ο Κάπτεν Πραλίνας και η Μις Μανιταρόσουπα…



Από µακριά είµαι σαν αληθινός.
∆εν µπορείς να καταλάβεις, νοµίζεις ότι µε βλέπεις στην τηλεόραση.
Αληθινός σούπερ ήρωας. Σε φυσικό µέγεθος.
Φυσικό για ανθρώπους, βέβαια, όχι για σούπερ ήρωες.



 Αλλά και οι σούπερ ήρωες, στην τελική, άνθρωποι δεν είναι;
Κάποια τους πλευρά, τουλάχιστον, είναι ανθρώπινη. Στάνταρ.
Ο Σπάιντερµαν πριν τον τσιµπήσει η αράχνη, τι ήτανε; Ένα φλωράκι ήτανε.
Κι ο Μπάτµαν µε τα φράγκα των δικών του έγινε.
Άµα ήτανε τίποτα µπινές και δεν είχε τον µπάτλερ να τον βοηθάει, σιγά µην έσωζε το Γκόθαµ.
Κι οι άλλοι, δηλαδή, οι Εξ Μεν. Τι;
Μέχρι που µπουκώσαν τα χηµικά, µια χαρά παιδιά ήτανε.
Που δεν ξέρεις.
Θέλω να πω, κάτσε κι εσύ τέσσερις ώρες όρθιος µέσα στο σούπερ µάρκετ, δίπλα από το σταντ µε τα κρουασάν, ντυµένος Κάπτεν Πραλίνας µε κίτρινο κολάν και κόκκινη µπέρτα να δίνεις δείγµατα δωρεάν και δεν ξέρεις.
∆εν ξέρεις τι αλλοιώσεις θα παίξουν στο κεφάλι σου.
Τι υπερφυσικές ιδιότητες µπορεί να αποκτήσεις.



Εγώ, φερ’ειπείν, θα ‘θελα να βλέπω ανάµεσα από πράγµατα.
Βλέµµα τύπου ακτίνες Χ.
Να βλέπω µέσα από κλειστές πόρτες και τέτοια.
Ή τουλάχιστον να µπορεί η µατιά µου να διαπερνάει κρουασάν, φρυγανιές και σούπες σε σκόνη. Μέχρι τον απέναντι διάδροµο.
Που είναι η Ελένη.
Που φοράει εκείνη την κοντή τη φουστίτσα και µπλούζα µε τα µπράτσα απέξω.
Η Μις Μανιταρόσουπα.
Που τους χαµογελάει και τους λέει µε δύο συσκευασίες σούπας σε σκόνη, µια τρίτη δώρο.
Μόνο να την έβλεπα. Αυτό.
Θα πέρναγε κι η ώρα πιο ευχάριστα.
Αλλά είπαµε. Μόνο τα φράγκα και άµα σε βρει κανά περίεργο, µόνο έτσι αλλάζει το Ντι Εν Έι.
Αυτή η Ελένη πιο παλιά ούτε να µε φτύσει.
Στο ίδιο γραφείο προώθησης δουλεύουµε, την ξέρω καιρό.
Όταν µε είδε Κάπτεν Πραλίνα, χέστηκε στα γέλια.
Τι υπερδύναµη έχεις, µε ρώτησε;
Μπερδεύτηκα, δεν ήξερα τι να απαντήσω.
∆εν ήξερα κιόλας αν µε κοροϊδεύει ή γουστάρει.
∆εν είπα τίποτα.
Σου πάει η στολή, είπε εκείνη.
Μετά γέλασε ακόµα λίγο και µε κοίταξε.
Σαν να µε έβλεπε πρώτη φορά.
Και µετά κόλλησε και µε κοίταζε, κι εγώ µέσα στην κίτρινη και την κόκκινη στολή ένιωσα γυµνός. Γιατί ήξερα ότι ήξερε.
Κι εκείνη το κατάλαβε.
 Ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που µε έβλεπε. Κουκουλωµένο στο σούπερ µάρκετ.
Πάει κανάς χρόνος από τότε.
Και τότε, µόνο τα µάτια µου φαινότανε.
Σαν αφηρηµένη, την έκανε να πάει να προωθήσει κάτι γεµιστά µπισκότα.
Το βράδυ, όταν τελείωσα το τετράωρο, πήγα από το διάδροµό της.
Είχε σχολάσει.
Αγόρασα µια συσκευασία µπισκότα και τα ΄φαγα στο Ασκόνα.
Που µετά δεν έπαιρνε µπροστά και µου ΄σπασε και τα νεύρα.
Την επόµενη µέρα, σαν να µην τρέχει τίποτα. Χάχα, χούχου.
Και στο διάλειµµα όλο να µε κοιτάζει.
Εγώ φοβόµουνα, άµα το βρώµαγε σε τίποτα διευθυντάδες, θα γινότανε ένας ψιλοσαµατάς.
Έχουν κάνει κι αυτούς τους τροµονόµους και δεν ξέρεις από πού θα σου ‘ρθει.
Όταν τελείωσα, µε περίµενε.
∆εν θα το πει, µου είπε.
Φτάνει την επόµενη φορά, να την πέρναµε κι αυτήνα µαζί.
Όταν θα µπουκάραµε στο σούπερ µάρκετ.
Και µετά, που τα µοιράζαµε στις λαϊκές.
Μέσα. Γούσταρε τρελά.
Το ΄χε σκεφτεί κι εκείνη.
Αλλά κώλωνε.
Και µετά άρχισε να µου λέει που είχε φρικάρει µε τη φάση κατανάλωση, τι ‘ναι αυτό το πράγµα, κατάκοποι από τη δουλειά τους σέρνονται ψωνίζοντας , παράνοια σκέτη και τέτοια µου ΄λεγε, κι εγώ την κοίταζα και σκέφτηκα, µαλάκα Τάκη, τη δάγκασες τη λαµαρίνα.
Καµιά φορά, έτσι που στέκοµαι µέσα στη στολή µου, σκέφτοµαι, λέω, αν ήµασταν καθόλου νορµάλ, θα καταλαβαίναµε ότι είναι εντελώς σουρεαλιστική η φάση µας. ∆ηλαδή, σκέψου να λέγανε στον προπάππου µου, που πολέµησε στους Άγιους Σαράντα, να ντυνότανε Κάπτεν Πραλίνας και να µοίραζε κρουασάν.
Ή στη γιαγιά µου, ότι θα µαγείρευε στάνταρ προµαγειρεµένα.
Μετά όµως, σκέφτοµαι την Ελένη, δύο διαδρόµους παραπέρα, και λέω, δεν τρέχει τίποτα.
∆ηλαδή, µπορεί όλα να δείχνουν περίεργα και λίγο σαλεµένα, αλλά εµείς θα τη βρούµε την άκρη µας.
Περίπου όπως τη βρήκανε κι εκείνοι.
Ο Κάπτεν Πραλίνας κι η Μις Μανιταρόσουπα.

Παναγιώτης Ιωσηφέλλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου