27.3.14

Οι ελληνικές φυλές του ποδοσφαίρου: Μέρος 1ο...



Μια εισαγωγή…
Μια διάσημη ρήση σχετικά με το πόσο σοβαρό είναι το ποδόσφαιρο λέει ότι είναι “το σημαντικότερο απ' όλα τα ασήμαντα”.
Συμφωνώ απολύτως.
Και όπου “ποδόσφαιρο” μπορεί κάλλιστα να βάλει κανείς όποιο άθλημα προτιμά.



Οι Αμερικάνοι π.χ. θα έβαζαν το δικό τους ποδόσφαιρο ή το μπέιζμπολ, οι Ινδοί το κρίκετ και ουκ ολίγοι μεταξύ των οποίων και πολλοί συμπατριώτες μας θα έβαζαν το μπάσκετ. Ξεκαθαρίζω λοιπόν ότι κι αν χρησιμοποιώ τον όρο “ποδόσφαιρο” στην πραγματικότητα αναφέρομαι σε οποιοδήποτε ομαδικό άθλημα έχει να κάνει με τον οπαδισμό.
Διότι περισσότερο αυτός με ενδιαφέρει και λιγότερο τα αθλήματα αυτά καθ' εαυτά και δη ο ελληνικός.
Και μια και στην Ελλάδα, το 90% του οπαδισμού τρέφεται απ' το συγκεκριμένο σπορ (το οποίο επίσης τυγχάνει και το δημοφιλέστερο σε παγκόσμιο επίπεδο), δεν νομίζω ότι η χρήση του όρου είναι άστοχη…



Και γιατί ότι του “αθλητισμού” θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος.
Διότι ο όρος “αθλητισμός” παραπέμπει εν πολλοίς και τουλάχιστον εξίσου με τα ομαδικά αθλήματα, στα ατομικά.
Εκεί όπου η έννοια οπαδισμός είναι σπανιότατη πολύ περισσότερο η έννοια της φυλής.
Διότι μπορεί κανείς να θαυμάζει έναν τενίστα, έναν κολυμβητή ή έναν αθλητή του στίβου, αλλά στον οπαδισμό αυτό που μετράει δεν είναι ο αθλητής, αλλά ο σύλλογος.
Η φανέλα, το λάβαρο, όπως θέλετε πέστε το.
Χώρια που η έννοια “αθλητισμός” παραπέμπει (ακόμα) σε μια σειρά από άλλες ευγενείς έννοιες. “Άμιλλα” “Ευ αγωνίζεσθαι” “Υγεία”, μερικές από αυτές.
Ενώ ο οπαδισμός και οι φυλές του δεν έχει καλή σχέση με το ευγενές.
Κι αν έχει, αυτό γίνεται μόνο με την ΠΟΛΕΜΙΚΗ έννοια του ευγενούς. Κάτι που θα το είχαμε ξεχάσει εντελώς στις ευημερούσες κοινωνίες του δυτικού κόσμου αν δεν υπήρχε αυτός ο παράγοντας.
Ήδη έμμεσα εξήγησα γιατί με ενδιαφέρει τόσο πολύ το ζήτημα.
Διότι στις άκαπνες (και ευτυχώς – ποτέ δεν κατάλαβα γιατί θα πρέπει να στείλουμε τον ανθό της κοινωνίας μας να πάει να πεθάνει μπας και γίνουμε “άνθρωποι”) κοινωνίες μας, ο ποδοσφαιρικός και όχι μόνο οπαδισμός είναι από τα ελάχιστα που μας θυμίζουν τον πόλεμο. Και εν πολλοίς ικανοποιούν την ανάγκη των ενστίκτων μας να εκφραστούν κι αν ακόμα δεν είμαστε σε θέση να είμαστε εμείς αυτοί που πολεμάμε σχεδόν κυριολεκτικά μέσα στο γήπεδο. Οι εξέδρες, για να το πω αλλιώς, είναι το υποκατάστατο του υποκατάστατου του πολέμου που είναι το ίδιο το παιχνίδι.
Και πριν αρχίσει κανείς να ηθικολογεί εναντίον αυτής της διαπίστωσης, ας μου επιτρέψει να του θυμίσω ότι αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρήθηκαν όποτε μια κοινωνία ή μέρος αυτής δε χρειαζόταν να πολεμάει καθημερινά είτε διότι επικρατούσε γενικώς ειρήνη είτε διότι έβαζε άλλους να πολεμούν γι' αυτήν.
Τα παραδείγματα της κλασσικής Ρώμης αλλά ακόμα και της μεσαιωνικής εκδοχής της (του “Βυζαντίου” και ειδικώς της Κωνσταντινούπολης) είναι πασίγνωστα και νομίζω είναι περιττό να μακρυγορούσουμε γι' αυτά.
Πόλεμος λοιπόν πατήρ πάντων σύμφωνα με μία άλλη διάσημη ρήση.
Και καθώς ο πόλεμος δεν είναι ανάγκη να έχει να κάνει με σκοτωμούς και τραυματισμούς (υπάρχουν π.χ. και άλλα είδη, π.χ. ψυχολογικός, οικονομικός) ενώ μπορεί κάλιστα να είναι ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ (να πού μπαίνουν τα ποδόσφαιρα που λέγαμε), εγώ δεν έχω καμία αντίρηση για τον οπαδισμό και τις κερκίδες.
Επί της αρχής εννοείται, διότι θα πρέπει να εξετάσει κανείς και μέχρι πού παύει η χρησιμότητα αυτού του κοινωνικού φαινομένου και πού αρχίζει να είναι επιβλαβές και επικίνδυνο.
Π.χ. τα φαινόμενα χουλιγκανισμού ή τα φαινόμενα όπου μεγάλες μάζες του πληθυσμού μαθαίνουν να αγνοούν όλα τα υπόλοιπα (και όπως είδαμε μεταξύ αυτών όλα τα ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ) πράγματα αυτού του κόσμου και να ασχολούνται με τις ομαδάρες τους και μόνο.
Ας μην είμαστε όμως υπερβολικοί λέω εγώ.
Διότι κι αυτά είναι μέσα στο παιχνίδι, υπήρχαν ανέκαθεν άνθρωποι που δεν μπορούσαν να κάνουν στοιχειώδες αξιολογήσεις ενώ επίσης υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα εγκληματίες. Συχνά κυκλοφορώντας στην καθημερινότητά τους με το προσωπείο του “απλού” ανθρώπου. Κι αν δεν εκδηλώνονταν στο γήπεδο θα εκδηλώνονταν αλλού και προσωπικά δεν είμαι βέβαιος ότι εκεί θα ήταν καλύτερα για τους υπόλοιπους.
Προσωπικά όποτε πάω στο γήπεδο κι αν ακόμα δεν καταφέρω να διασκεδάσω όσο θα ήθελα με αυτό που βλέπω ωστόσο πάντα έχω ξεφορτίσει ένα μέρος της έντασης που κουβαλούσα πριν πάω εκεί. Και έχω βγάλει ένα μέρος των πολεμικών και φανατισμένων ενστίκτων μου – γυρίζω πολύ πιο ήρεμος σπίτι.
Εντάξει, όχι πάντα, να το παραδεχτώ αυτό, αλλά τις περισσότερες φορές…
Όπως και να έχει, νομίζω ότι δε θα διαφωνήσει κανείς τουλάχιστον με αυτό: Ότι οι φυλές λοιπόν του ποδοσφαίρου μας λένε πολλά για τους ανθρώπους που τις απαρτίζουν αλλά και για την κοινωνία γενικότερα.
Οι ελληνικές φυλές παρομοίως, το πρώτο π.χ. που παρατηρεί κανείς είναι ότι είναι αξιοσημείωτα λίγες αυτές που έχουν ικανό αριθμό οπαδών.
Στην Αγγλία π.χ. πατρίδα τόσο του ποδοσφαίρου όσο και όλων των συμπαρομαρτούντων, οι πολυπληθείς φυλές είναι σχεδόν όσες και οι ομάδες όλων των εθνικών κατηγοριών, μιλάμε δηλαδή για καμιά 100αριά- η τελευταία ομάδα της 5ης κατηγορίας κόβει εύκολα 5 χιλιάδες εισιτήρια και πουλάει μπόλικες φανέλες στην μπουτίκ της.
Διότι εκεί οι πάντες υποστηρίζουν μετά ζήλου μεγάλου την ομάδα της πόλης τους ή της γειτονιάς τους αδιαφορώντας για το αν “κερδάει” ή αν έχει πολλά λεφτά να αγοράζει παιχταράδες απ' τους μισητούς αντιπάλους.
Στην Ελλάδα, το ξέρουμε όλοι εμπειρικά, το λένε και όλα τα σχετικά γκάλοπ, το 60% υποστηρίζει 4 ομάδες, το 75% 6, και το 90% 10-12 το πολύ.
Οι υπόλοιπες ομάδες παίζουν ενώπιον συγγενών και φίλων ή στην καλύτερη περίπτωση ενώπιον οπαδών άλλων ομάδων που δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν.
Σύνηθες εξάλλου το φαινόμενο στην ελληνική περιφέρεια του να είναι κανείς οπαδός μιας μεγάλης ομάδας και να υποστηρίζει και “λίγο” την τοπική.
Η εξήγηση πανεύκολη: Ο Έλληνας ταυτίζεται όχι μόνο με την ομάδα του, αλλά με τις νίκες και της ήττες της, τις οποίες παίρνει πάντα προσωπικά και κατάκαρδα. Και εφόσον είναι έτσι, χαζός είναι να είναι με μια ομάδα που δε νικάει;
Ή που δεν έχει, έστω, ήδη πολλούς οπαδούς ώστε να αισθάνεται τουλάχιστον ασφάλεια μέσα σε τόσο όγκο ομοιοπαθών;
Επίσης τον Έλληνα οπαδό ουδόλως τον ενοχλεί αν αυτή η νίκη ήρθε με ΟΠΟΙΟΔΗΠΟΤΕ μέσο. Εννοείται, κλαίει και οδύρεται όταν χάσει από ένα π.χ.  φαλτσοφύριγμα του διαιτητή, κατηγορεί όλη την κοινωνία και το σύστημα (ως άλλος Ξανθόπουλος, αλλά και πού δεν το κάνει αυτό ο Έλληνας;) αλλά όταν είναι ευνοημένος καμαρώνει κιόλας διότι είναι “δυνατός”. Όχι ο ίδιος βέβαια, η ομάδα του, αλλά είπαμε – έχουμε να κάνουμε συχνά με πλήρη ταύτιση. Εξαιρέσεις υπάρχουν βέβαια, αλλά ο κανόνας είναι αυτός και κακά τα ψέματα, όσοι ξέρουμε τους κατοίκους αυτής της χώρας καλά σε όλα τα επίπεδα δεν ξαφνιαζόμαστε καθόλου.  



Να και ένα τελευταίο παράδειγμα: Στην Ελλάδα οι πάντες προτιμάνε να κερδίζουν συνεχώς ένα πρωτάθλημα ανάξιο λόγου παρά να κερδίζουν μία κάθε τόσο ένα πρωτάθλημα δυνατό, ανταγωνιστικό και καθαρό.
Που δίνει δόξα στο νικητή – διότι το πρώτο δεν αναγνωρίζεται από κανέναν.
Θα μπορούσε κανείς να πει “μα καλά χαζοί είναι όλοι αυτοί, δεν ξέρουν το συμφέρον τους;” Και η απάντηση θα ήταν “το ξέρουν αλλά ως γνήσιοι Νεοέλληνες είναι πολύ δύσκολο να το αντιληφθούν όταν αυτό έχει να κάνει με το ΚΟΙΝΟ συμφέρον”.
Αλλά αρκετά όλα αυτά για εισαγωγή.
 Θα ακολουθήσει το προφίλ διαφόρων φυλών του ελληνικού ποδοσφαίρου σε μία σειρά από συνέχειες.
Με καλή διάθεση, με χιούμορ και με προσπάθεια να βγουν μέσα από αυτό κάποια ίσως όχι τόσο αυτονόητα συμπεράσματα για όλους εμάς στην αναξιοπαθούσα και εξωτική χώρα μας. Μείνετε λοιπόν συντονισμένοι στον Ορθογράφο για τη συνέχεια!

Ο Παραβάτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου