17.7.14

Μας παίρνουν τον Καραγκιόζη μας…




Το 1969, στη φάση των προκριματικών του Παγκοσμίου Κυπέλλου, η ποδοσφαιρική ομάδα του Ελ Σαλβαδόρ πέτυχε γκολ εις βάρος της Ονδούρας στο τελευταίο λεπτό του αγώνα.
Μέσα σε λίγες ώρες, είχε ξεσπάσει κανονικός πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών, ο οποίος διήρκεσε τέσσερις ημέρες.



Οι απώλειες και από τις δύο πλευρές ήταν περίπου 3.000 νεκροί και 6.000 τραυματίες.
Το γεγονός είναι ακραίο, αλλά ενδεικτικό της αντίληψης που επικρατεί στη Λατινική Αμερική για το ποδόσφαιρο.
Το παίρνουν ως κάτι πολύ σοβαρότερο από αυτό που είναι στην πραγματικότητα, δηλαδή παιχνίδι.
Οι Γερμανοί το παίρνουν και εκείνοι πολύ σοβαρά, αλλά ως παιχνίδι ― δεν συγχέουν τον πόλεμο με το ποδόσφαιρο. (Ευτυχώς, διαφορετικά αλίμονό μας...) Γι’ αυτό και τους άξιζε η νίκη που κέρδισαν την Κυριακή στο ματς με την Αργεντινή.



Οσο και αν ακούγεται παράδοξο, η νίκη των Γερμανών ικανοποίησε τον Υπαρκτό Ελληνισμό.
Οχι παρότι η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων υποστήριζε την Αργεντινή, αλλά ακριβώς για τον λόγο αυτόν.
Διότι ο γνήσιος Ελληνας είναι με τους losers.
Εκεί βρίσκει τον εαυτό του, εκεί αισθάνεται άνετα: με τους καρπαζωμένους, τους παραπονεμένους, τους «αδικημένους».
Αλλά ας αφήσουμε τα ποδοσφαιρικά, για να περάσουμε σε σοβαρότερα θέματα...
Εκτάκτως, όπως έγινε γνωστό, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη χθες στο Μαξίμου, με τη συμμετοχή του πρωθυπουργού, του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, καθώς και του υπουργού Εθνικής Αμύνης.
Ανεπισήμως, οι αρμόδιοι ψιθύρισαν στους δημοσιογράφους ότι η σύσκεψη αφορούσε τις σχέσεις με την τρόικα.
Στην περίπτωση αυτή, όμως, τι γύρευε στη σύσκεψη κοτζάμ Δημήτριος Λουδοβίκος Ραϋμόνδος κ.λπ. Αβραμόπουλος; Εχουν υπάρξει ένα σωρό συσκέψεις μεταξύ των δύο κυβερνητικών εταίρων για ζητήματα τακτικής έναντι της τρόικας. Γιατί τώρα ήταν απαραίτητη η συμμετοχή του αρμόδιου για τα θέματα Εθνικής Αμύνης υπουργού;
Σαφή πληροφόρηση επ’ αυτού δεν έχω. Βασιζόμενος όμως στην εποπτεία των θεμάτων της επικαιρότητας, που εκ της θέσεώς μου μπορώ να έχω, αλλά και στο ένστικτό μου, που έχει οξυνθεί τόσα χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά, μπορώ να τολμήσω μία υπόθεση.
Η σύσκεψη αφορούσε μείζον εθνικό θέμα. Συγκεκριμένα, την επιστολή που έστειλε σε κυριακάτικη εφημερίδα («Πρώτο Θέμα») ο πρεσβευτής της Τουρκίας, με την οποία αμφισβητεί την ελληνικότητα του Καραγκιόζη, επικαλούμενος απόφαση της UNESCO του 2009, βάσει της οποίας ο Καραγκιόζης αναγνωρίζεται ως «αναμφισβήτητη πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας από την Τουρκία».

Από μια πλευρά, θα μπορούσε βασίμως να υποστηρίξει κάποιος ότι ο Τούρκος πρεσβευτής έχει δίκιο και αν εμείς δεν ήμασταν τόσο κομπλεξικοί έναντι των γειτόνων, δεν θα μας πείραζε να το παραδεχθούμε.
Στο κάτω κάτω της γραφής, τόσα πράγματα μοιραζόμαστε με τους Τούρκους ― τόσες λέξεις τουρκικής προέλευσης χρησιμοποιούμε καθημερινά και ούτε καν υποψιαζόμαστε τη ρίζα τους!
Η καταγωγή του Καραγκιόζη μάς μάρανε;
Η παραπάνω προσέγγιση προσωπικώς με βρίσκει σύμφωνο· ωστόσο, μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων.
Διότι, όπως εξελίχθηκε η Ελλάδα στα χρόνια της πλαστής ευμάρειας, η θέση του Καραγκιόζη στη ζωή μας άλλαξε πολύ.
Ως τέχνη και είδος ψυχαγωγίας προφανώς περιθωριοποιήθηκε.
Στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, οι καραγκιοζοπαίχτες έκαναν παραστάσεις σχεδόν σε κάθε γειτονιά, ιδίως τα καλοκαίρια.
Ως παιδιά ακούγαμε τον Σπαθάρη από δίσκους των 45 στροφών της Lyra, και αργότερα, ως έφηβοι στη Μεταπολίτευση, τον απολαμβάναμε στη συνεργασία του με τον Σαββόπουλο.
Τότε, ο Καραγκιόζης ήταν, θα έλεγα, στο mainstream της κουλτούρας.
Σήμερα ποιος ασχολείται, εκτός από τους ειδικούς και τους επαγγελματίες της νοσταλγίας;
Ούτε αυτό όμως είναι η πλήρης εικόνα.
Διότι ο Καραγκιόζης περιθωριοποιήθηκε μεν, την ίδια ώρα όμως, ό,τι τέλος πάντων αντιπροσωπεύει ο ήρωας του θεάτρου σκιών κατέλαβε επίζηλη θέση στην αξιακή κλίμακα της κοινωνίας μας: έγινε μέρος του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και κρίνουμε τον κόσμο.
Σκεφθείτε, λ.χ., πόσο συχνά χρησιμοποιούμε τον απαξιωτικό χαρακτηρισμό «καραγκιόζης».
Πόσο μεστά η λέξη αυτή εκφράζει την αποστροφή μας για τον φουκαρά, κουτοπόνηρο απατεωνίσκο ― αυτόν που δρα στα κουτουρού και στο τέλος τα κάνει μαντάρα και εκτίθεται.
Επίσης όμως, προσέξτε πως στον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό η απαξία συνυπάρχει με την ανοχή. Ο «καραγκιόζης» δεν είναι «κάθαρμα», «αλήτης», «καθίκι», «παλιάνθρωπος» και τα συναφή.
Η συμπεριφορά που τον κάνει καραγκιόζη είναι, κατά κάποιο τρόπο, συγγνωστή. Ο χαρακτηρισμός ταιριάζει με το νόημα της αποστροφής «άι παράτα μας κι εσύ», όχι με το «άι στον διάολο».
Βέβαια, δεν εκφράζει την ίδια τρυφερότητα με τη γνωστή λέξη με τα τρία άλφα, το μι, το λάμδα και το κάππα ― η οποία χρησιμοποιείται ευρύτατα ως προσφώνηση απευθυνόμενη σε πρόσωπα ιδιαιτέρως προσφιλή.
Είναι απρεπές (επί του παρόντος τουλάχιστον) να υποδεχθείς έναν φίλο με τη φράση «τι κάνεις, ρε καραγκιόζη;».
Θα προσβληθεί και θα σε ρωτήσει: «Γιατί, τι έκανα;».
Ενώ, αν τον προσφωνήσεις με το άλλο που είπαμε, δεν θα ρωτήσει, γιατί θα ξέρει πολύ καλά τι έκανε. Θα εκλάβει την προσφώνηση ως ένδειξη ιδιαίτερης οικειότητας.
Εντούτοις, πιστεύω ότι, με τόσους καραγκιόζηδες να μας περιβάλλουν και οι οποίοι μάλιστα καταλαμβάνουν και τόσο σημαντικές θέσεις στην οργάνωση της κοινωνίας μας, ο όρος για τον οποίο συζητούμε σημασιολογικά εξελίσσεται με τρόπο που προσεγγίζει την άλλη λέξη.
Υπό το πρίσμα αυτό, λοιπόν, ο Καραγκιόζης, έστω και αν τείνει να εξαφανισθεί ως τέχνη, από την άποψη του αξιακού φορτίου και του συμβολισμού που φέρει αποτελεί έναν σταθμό στην αυτογνωσία του Ελληνος ανθρώπου. Είναι κομμάτι της ουσίας του Υπαρκτού Ελληνισμού.
Επομένως, εξοχότατε κύριε πρεσβευτά και λοιποί φίλοι από την Τουρκία, κάτω τα χέρια από τον Καραγκιόζη.
Ο Καραγκιόζης είναι σαν τη ΔΕΗ, την παλιά Ολυμπιακή, τον Αστέρα της Βουλιαγμένης και, φυσικά, σαν τη Μακεδονία μας.
Μας παίρνουν τον Καραγκιόζη μας; Μας παίρνουν την ψυχή μας!
Δεν είναι δυνατόν να το επιτρέψουμε.

Στέφανος Κασιμάτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου