19.8.14

Οι «αρχαίοι ημών πρόγονοι» ως βάρος… (μέρος 1ο )



«Όταν εμείς παράγαμε πολιτισμό, εσείς τρώγατε βελανίδια στα δέντρα». Προφανώς με το «εμείς» εννοούμε τους προγόνους μας, του προ–προ-προ-κλπ-παππούδες μας.
Ποιος δε θα ήθελε να έχει τέτοιους προγόνους που να του δίνουν το δικαίωμα να βγάζει κατά τα δοκούν τη γλώσσα σε όλο τον πλανήτη;
Ξέρω κάποιους που τελικά δεν θα το ήθελαν.
Αν και δημοσίως δε θα το παραδεχτούν ποτέ.
Διότι δεν το συνειδητοποιούν καν ότι θα προτιμούσαν κατά βάθος να μην είχαν ένδοξους προγόνους.
Ποιοι είναι αυτοί; Μα, εμείς, οι Νεοέλληνες.



Πώς; Είναι δυνατό αυτό;
Εμείς που ζούμε από αυτό;
Που τους έχουμε κορώνα στο κεφάλι μας;
Που χτυπάμε μέχρι και τατού γι’ αυτούς;
Κι όμως… εμείς.
Ας το αναλύσουμε λίγο παραπάνω:



Η τελευταία φορά που έγινε κάποια σοβαρή κουβέντα στην Ελλάδα σχετικά με την εθνική ταυτότητα που έχουμε (ή θέλουμε να έχουμε, διότι αυτά τα δύο συχνά συμπλέκονται σε αξεδιάλυτο βαθμό) ήταν τέλη 18ου αιώνα, επί του λεγόμενου Νεοελληνικού Διαφωτισμού και λίγο αργότερα, στα χρόνια της επανάστασης και στα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους.
Τέθηκαν τότε μια σειρά από διλήμματα, που χονδροειδώς απλοποιώντας τα μπορούμε να τα κωδικοποιήσουμε στα εξής βασικά: Είμαστε Έλληνες (τότε η λέξη σήμαινε διεθνώς σχεδόν αποκλειστικά τους αρχαίους Έλληνες) ή μήπως είμαστε Ρωμαίοι («Ρωμιοί», δηλαδή Βυζαντινοί);
Θέλουμε να φτιάξουμε αυστηρά μονοεθνικό κράτος ή πολυεθνικό (βλέπε το όραμα του Ρήγα Φεραίου);
Η αρχαία ιστορία του τόπου μας μπορεί να συνδυαστεί με τη μεσαιωνική και τη νεώτερη σε μία ενιαία αφήγηση ενός και μόνου έθνους;
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά που δόθηκαν είναι, όπως ξέρουμε, οι εξής αντιστοίχως: «Είμαστε Έλληνες, το κράτος μας θα είναι αποκλειστικά ελληνικό και το ελληνικό έθνος έχει μια αδιάλειπτη συνέχεια στους αιώνες των αιώνων». Έγιναν, εννοείται, και οι αντίστοιχες προσαρμογές.
Πολλά τοπωνύμια «ελληνοποιήθηκαν», και πολλά προ πολύ εξαφανισμένα αρχαία κύρια ονόματα ξαναβγήκαν στη κυκλοφορία.
Βοήθησε τα μέγιστα σ’ αυτή την κατεύθυνση ο δυτικοευρωπαϊκός φιλελληνισμός της εποχής, που μπέρδευε με αξιοσημείωτη άνεση τους αρχαίους με τους σύγχρονους κατοίκους αυτής της χώρας.
Συν το ότι, θα έλεγαν μερικοί κακεντρεχείς, βόλευε καλύτερα τους συμμάχους μας να έχουν στην περιοχή ένα μικρό κράτος με ένα μικρό έθνος, παρά ένα πολυεθνικό κράτος που θα μπορούσε μια μέρα να μεγαλώσει υπερβολικά.
Ας μην ξεφεύγω όμως.
Αυτά έτσι έγιναν καλώς ή κακώς και δεν ξεγίνονται πλέον.
Ωστόσο είχαν ορισμένες παρενέργειες, μία εκ των οποίων είναι το αντικείμενο της παρούσας.
Ας την παρακολουθήσουμε από κοντά:
Πριν λοιπόν τη δημιουργία της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης, ο κάτοικος αυτής της χώρας, Ρωμιός, ή Αλβανός ή Σλάβος ή Τούρκος ή Βλάχος ή οτιδήποτε άλλο, δεν είχε κάποια ιδιαίτερη σχέση με τους αρχαίους κατοίκους της.
Έβλεπε διάφορες «παλιές πέτρες» δεξιά κι αριστερά, τις απέδιδε αόριστα στους παλιούς και καθάριζε.
 Ούτε αναγνώριζε τον εαυτό του σε αυτές, ούτε ένιωθε κάποιο χρέος έναντι του πλανήτη για λογαριασμό τους.
Η δε λαϊκή παράδοση, που συχνά τόσο ανθεκτική είναι στο να διατηρεί πανάρχαιες συνήθειες και μνήμες, ελάχιστα πράγματα είχε διατηρήσει από την αρχαιότητα: Τα καρναβάλια, ορισμένα άλλα τοπικά έθιμα ενδεχομένως, μερικές ιστορίες για τον Αλέξανδρο και τη Γοργόνα και βασικά αυτό ήταν.
Φυσιολογικότατο το φαινόμενο, να το πούμε κι αυτό.
Ήμασταν όλοι απευθείας απόγονοι του μεσαίωνα, Ορθόδοξοι χριστιανοί κατά κύριο λόγο, αναγνωρίζαμε εύκολα τον εαυτό μας στα κάστρα ή τις εκκλησιές που βλέπαμε γύρω μας, αλλά όχι στα σπασμένα μάρμαρα που υπήρχαν δεξιά κι αριστερά.
Τα οποία είχαμε ξεχάσει και σε τί ακριβώς χρησίμευαν.
Και μετά ήρθαν οι λόγιοι, Έλληνες και δυτικοευρωπαίοι.
Μορφωμένοι άνθρωποι, καλοπροαίρετοι κατά κύριο λόγο και μας δίδαξαν πόσο σπουδαίες είναι αυτές οι πέτρες.
Πόσο ακόμα πιο σπουδαίοι ήταν οι άνθρωποι που τις έφτιαξαν και πόσο πολύ παραπάνω ήταν από αυτές τις πέτρες.
Πώς κατέκτησαν τον κόσμο όλο και στρατιωτικά, αλλά κυρίως και πνευματικά. Πώς όλος ο πλανήτης τους οφείλει τόσο πολλά.
Ειδικά ο δυτικός πολιτισμός τους οφείλει σχεδόν τα πάντα.
Θαυμάσια! Ποιος δε θα χαιρόταν να μάθει ότι κατοικεί σε έναν τόσο σημαντικό τόπο;
Εμάς όμως όπως είδαμε, μας είπαν και κάτι άλλο: Ότι είμαστε οι απευθείας απόγονοι αυτών των ανθρώπων, είμαστε τα παιδιά τους, κυλά το ίδιο αίμα στις φλέβες μας.
Κι αυτό, κατά βάση καλοπροαίρετα ειπώθηκε – και για καλό σκοπό.
Ωστόσο, όταν είσαι ένας λίγο παραπάνω από τίποτας (σικ), δεν είναι το  καλύτερο δυνατό για τον αυτοσεβασμό και τον καλώς νοούμενο εγωισμό σου το να μαθαίνεις ότι οι προ-παππούδες σου ήταν μεγάλοι και άκρως αξιοσέβαστοι.
Διότι αυτομάτως θα πρέπει να εξηγήσεις γιατί εσύ είσαι αυτός που είσαι.
Έχοντας μάλιστα, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, λιγότερες δικαιολογίες απ’ όσων οι παππούδες «έτρωγαν βελανίδια».
Να λοιπόν το κλειδί της κατανόησης του προβλήματος.
Ο Νεοέλληνας υποχρεώθηκε να αναφέρεται συνεχώς στους «αρχαίους αυτού προγόνους» τους οποίους όχι μόνο δεν κατανοεί πλήρως (μεταξύ μας ούτε οι λόγιοι ακόμα και σήμερα τους έχουν κατανοήσει πλήρως, πολύ περισσότερο ένας απλός καθημερινός άνθρωπος) αλλά οι οποίοι θα τον επισκιάζουν σε ότι κι αν επιχειρήσει ποτέ.
Διότι, είναι ποτέ δυνατό να προλάβει να γεννήσει και να θρέψει ξανά  Αριστοτέληδες, Πλάτωνες, Επίκουρους; Αλλά και Σοφοκλήδες, Ευριπίδηδες;
Για να μη μιλήσω για τον πολιτικοστρατιωτικό τομέα όπου οι συγκρίσεις είναι καταθλιπτικές…
Κάποτε ο κόσμος όλος έτρεμε έναν Μιλτιάδη, ένα Λεωνίδα για να μην πω καν για τον Αλέξανδρο που κατέκτησε το σύμπαν σε χρόνο ρεκόρ.
Συγγνώμη λοιπόν, αλλά αν αυτό δεν είναι συνταγή καταστροφής, δημιουργίας πολλών συμπλεγμάτων δηλαδή, το να συγκρίνεις έναν φρέσκο λαό που μόλις έφτιαξε ένα αδύναμο δικό του κράτος με τον ίσως πιο σπουδαίο λαό που περπάτησε στη Γη (τον οποίο κατανοεί τόσο λίγο όσο οι «ξένοι») δεν ξέρω τί είναι συνταγή καταστροφής.
Κάπως έτσι λοιπόν όλοι εμείς από τη μία κορδωνόμαστε σαν παγώνια όποτε αναφερόμαστε σε εκείνους, από την άλλη ξέρουμε ότι πάντα στη σύγκριση θα βγαίνουμε ελλειποβαρείς.
Γι’αυτό και κατά βάθος τους αντιπαθούμε. Και συχνά τους αγνοούμε.
Ασυνείδητα, αλλά σχεδόν συνειδητά. 




Σημάδια που συνηγορούν σ’ αυτό υπάρχουν γύρω μας.
Να το πιο φανερό: Γιατί άραγε σε όλα τα μουσεία και στους αρχαιολογικούς χώρους οι Νεοέλληνες αποτελούν μειοψηφία;
Μπορεί να αποδοθεί μόνο στην υποτιθέμενη αμορφωσιά μας; Δε νομίζω.
Μπορεί το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα να είναι χάλια και να παράγει κατά βάση λειτουργικά αναλφάβητους και ημιμαθείς ακόμα και στο αντικείμενό τους πτυχιούχους, αλλά εδώ μιλάμε για θέμα απλής περιέργειας.
Που απ’ τον κάτοικο αυτής της χώρας δεν έλλειψε ποτέ – ευτυχώς, η έμφυτη περιέργειά μας είναι από τα βασικά μας προσόντα ως λαός.
Εκτός ίσως απ΄τα ζητήματα που αφορούν τους αρχαίους προγόνους μας, εκεί η περιέργεια έχει όρια και μάλιστα κοντά.
Αρκούμαστε να μαθαίνουμε μερικά ονόματα, 2-3 τσιτάτα, να πάμε σε καμιά Ακρόπολη κραυγάζοντας εν τω μεταξύ για την επιστροφή των «Ελγινείων», ίσως στους Δελφούς ή στην Ολυμπία και ...τέλος.
Α, μην ξεχάσω και τη Βεργίνα.
Που βάζει στη θέση της λέει τη Σκοπιανή προπαγάνδα, λες και χρειαζόταν να βρεθεί ο τάφος του Φιλίππου για να μάθουμε ότι δεν ήταν Σλάβος.
Το  θέμα δεν εξαντλείται έτσι εύκολα.
Θα επανέλθω με δεύτερο μέρος όπου θα γίνει η αναφορά και στο θέμα των ημερών (τα νέα ευρήματα της Αμφίπολης) αλλά θα τεθούν και άλλες παράμετροι που επιτείνουν αυτή, τη συμπλεγματική όπως είπα, σχέση μας με τους αρχαίους.
Αλλά θα έχει και μια πρόταση πώς να την ξεπεράσουμε.
Που ξέρω ότι ισχύει,  διότι τη δοκίμασα πάνω μου με εξαιρετικά αποτελέσματα. Λίγη υπομονή λοιπόν!

Ο Παραβάτης





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου