25.8.14

Η Κερκόπορτα του αντιρατσιστικού.



Ο πρωτόλειος ορισμός της έννοιας «γενοκτονία» διατυπώθηκε από τον πολωνικής καταγωγής επιφανή νομικό και δικαστικό Ράφαελ Λέμκιν, ο οποίος χρησιμοποίησε τον όρο στο βιβλίο του “Axis Rule in Occupied Europe” εν έτει 1944.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1948, ο νεοσυσταθείς τότε ΟΗΕ κατέληξε στην αποσαφήνιση και αποκρυστάλλωση του ορισμού της έννοιας με τη «Σύμβαση για την Αποτροπή και Τιμωρία της Γενοκτονίας».




Σύμφωνα με τον διεθνώς αναγνωρισμένο νομικό ορισμό της έννοιας, «η γενοκτονία περιλαμβάνει κάθε μία από τις ακόλουθες πράξεις, που διαπράχθηκαν με σκοπό την καταστροφή, μερική ή ολική, μίας εθνικής, εθνολογικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας: Δολοφονία μελών της, πρόκληση σωματικών ή πνευματικών βλαβών σε μέλη της, εσκεμμένη επιβολή επί της ομάδας συνθηκών ζωής υπολογισμένων να προκαλέσουν την ολική ή μερική καταστροφή της, επιβολή μέτρων με σκοπό την αποτροπή της φυσικής αναπαραγωγής της ομάδας, βίαιη μεταφορά παιδιών της ομάδας σε άλλη ομάδα»…



Ωστόσο η αφετηρία των γενοκτονιών δεν τοποθετείται χρονολογικά με την διατύπωση και καθιέρωση του νομικού της ορισμού, ο οποίος ιδωμένος στο ιστορικό του συγκείμενο μπορεί -και σε ένα βαθμό πρέπει- να θεωρηθεί προϊόν της φρικώδους θηριωδίας των Ναζί που οδήγησε στο Ολοκαύτωμα.
Οι γενοκτονίες συμβαδίζουν και συμπορεύονται με την ανθρώπινη Ιστορία.
Από τις πρώτες καταγεγραμμένες ιστορικές πηγές μέχρι και σήμερα το φαινόμενο της γενοκτονίας επιχωριάζει στον παγκόσμιο ανθρώπινο βίο.
Από το 146 π.Χ. με την καταστροφή της Καρχηδόνας από τους Ρωμαίους μέχρι και την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές με την ανηλεή σφαγή των Χριστιανών της Μέσης Ανατολής οι γενοκτονίες δεν έπαψαν να υφίστανται είτε ως αυτοτελές γεγονός είτε στο πλαίσιο ενός ευρύτερου πολεμικού φαινομένου, που τις ευνοούσε και τις υποκινούσε.
Επομένως εάν δεχτούμε το –αυτονόητο- αξίωμα ότι οι γενοκτονίες καθ’ εαυτές είναι ένα γεγονός αποτρόπαιο και φρικαλέο που προκαλεί δυσβάσταχτο πόνο και ανυπολόγιστες απώλειες, τότε θα πρέπει να προχωρήσουμε στη διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν γενοκτονίες ανώτερου ή κατώτερου βαθμού.
Με άλλα λόγια η γενοκτονία των Εβραίων της Ευρώπης από τη ναζιστική κρεατομηχανή δεν είναι περισσότερο αξιομνημόνευτη από τη γενοκτονία των Ποντίων και των Αρμενίων από τους μακελάρηδες βασιβουζούκους του Κεμάλ. Εάν απορρίψουμε αυτόν τον συλλογισμό, αναπόδραστα –έστω κι αν οι προθέσεις είναι αγαθές- ενδίδουμε σε έναν οδυνηρό πειρασμό: την σχετικοποίηση της ανθρώπινης ζωής και την άρνηση της καθολικότητας της προς χάριν μιας ψευδεπίγραφης ιδεολογικής σταυροφορίας και της κατασκευασμένης θεωρίας, η οποία κόβεται και ράβεται στα κατάλληλα μέτρα για να χωρέσει τις αγκυλώσεις του πάσης φύσεως ιδεοληπτικού τζιχαντιστή.
Διαφορετικά προκύπτει εύλογα η απορία: Ο Έλληνας του Πόντου ο οποίος σφαγιάστηκε από το ισλαμοφασιστικό ξίφος είναι άνθρωπος κατώτερου θεού από τον Εβραίο που έγινε σαπούνι;
Κατά συνέπεια θεωρώ περιττή την αναφορά της φράσης του επίμαχου άρθρου, 3 της παραγράφου 1 του δις επίμαχου και επικίνδυνου αντιρατσιστικού όπου γίνεται ειδική μνεία περί «του Ολοκαυτώματος και των εγκλημάτων του ναζισμού».
Είναι ένα επικοινωνιακό φτιασίδωμα το οποίο θα καταρρεύσει εν τη γενέσει του και θα επιτύχει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Θα γεννήσει αντισημιτισμό.
Η διατύπωση του συγκεκριμένου άρθρου αλλά και ολόκληρου του νομοσχεδίου κινείται επί ξυρού ακμής και οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς.
Κατ’ επέκταση, και πέρα από την ανιστόρητη και ανήθικη μνημόνευση μόνο του Ολοκαυτώματος, το αντιρατσιστικό είναι ιδιαζόντως αμφιλεγόμενο και από νομικής απόψεως, εάν δεχτούμε ότι αγγίζει έστω και περιφερειακά το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και βασικών αρχών του ποινικού μας δικαίου.
Και εξηγούμαι...
Ο δικαιοκρατικός χαρακτήρας του Ποινικού μας Δικαίου εδράζεται σε ορισμένες αρχές, οι οποίες συγκροτούν τον σκληρό πυρήνα του νομικού μας πολιτισμού καθιστώντας τον ποινικό νόμο «οχυρό του πολίτη απέναντι στην κρατική παντοδυναμία».
Μια από αυτές τις αρχές, ενδεδυμένη με λατινοφανές γλωσσικό ένδυμα, είναι και το αξίωμα: «Cogitationis poenam nemo patitur».
Σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει ότι κανείς δεν τιμωρείται απλώς και μόνο για την τέλεση ενός εγκλήματος.
Εάν δηλαδή η σκέψη δεν ακολουθείται από την εγκληματική πράξη, τότε δεν υπάρχει τίποτα μεμπτό και ποινικά κολάσιμο.
Πολλώ δεν μάλλον για την εκφορά μιας άποψης επί ενός αμφιλεγόμενου θέματος…
Άλλωστε αυτό είναι που ενισχύει και την εξασφαλιστική λειτουργία του Ποινικού Δικαίου και στεγανοποιεί τον δικαιοκρατικό του χαρακτήρα.
Χωρίς καμία πρόθεση κινδυνολογίας, η νομοθετική επιλογή ποινικοποίησης μιας άποψης, όσο παλαβή και ανίερη κι αν ηχεί, μπορεί να ανοίξει μια επικίνδυνη Κερκόπορτα στο δημόσιο βίο και διάλογο.
Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο(ν. 927/1979) είναι υπεραρκετό και η ψήφιση ενός τέτοιου εκτρωματικού νόμου το μόνο που θα καταφέρει θα είναι να διογκώσει τις υφιστάμενες διακρίσεις και να περιπλέξει έτι περαιτέρω την κατάσταση αφήνοντας ταυτόχρονα αχαλίνωτο τον κάθε ψυχάκια και χωλερικό άπατρη να κοπρίζει ανενόχλητα τις μισελληνικές του απόψεις.

Γεώργιος Λ. Κωνσταντόπουλος 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου