29.2.16

Ο εκδότης, ο υπουργός, και η Γιούλα η Μπουρδόλη…



Ιδού μια πιθανή εξήγηση για το πώς και γιατί έπιασε πρεμούρα την κυβέρνηση να ελέγξει το διαδίκτυο!

Ήταν πρωί Κυριακής πέρσι το καλοκαίρι, όταν ο μπον βιβέρ εκδότης γνωστού δημοσιογραφικού ομίλου με ναυαρχίδα του δημοφιλές «ορθογραφικό» μπλογκ, πάρκαρε την εντυπωσιακή βαμμένη σε τόνους ροζ φλούο κορεάτικη μηχανή του κάτω από τα κλαδιά μιας μαραζωμένης συκιάς σε έναν χωμάτινο παράδρομο του Δενδροπόταμου στη Θεσσαλονίκη, και προχώρησε με βήμα ταχύ προς την μισοδιαλυμένη αυλόπορτα παρακείμενης μονοκατοικίας, που από μακριά έμοιαζε εγκαταλειμμένη…




Οι άνδρες της ασφάλειάς του, όλοι βετεράνοι των Green Berets και γκραν σενσέι του Αϊκίντο, με τα σινιέ κοστούμια τους, απλώθηκαν δεξιά και αριστερά, με το βλέμμα τους να σαρώνει την περιοχή, και τα χέρια τους τυλιγμένα γύρω από τα μικροσκοπικά ούζι που δεν αποχωρίζονταν ποτέ...



Διασχίζοντας την λασπωμένη αυλή, όπου παντού υπήρχαν πεταμένα παλιά ψηφοδέλτια του σύριζα και προεκλογικές αφίσες της Γαϊτάνη, ο εκδότης μπήκε στην κατοικία, η εξώπορτα της οποίας άνοιξε από μόνη της μόλις μουρμούρισε στο θυροτηλέφωνο το προσυμφωνημένο σύνθημα «κερδάμε». Ήταν ένα ραντεβού που είχε κλειστεί εντελώς μυστικά μέσω τρίτων.
Στο μικρό και κομψό σαλονάκι της κατά τα άλλα ταπεινής και γήινης μονοκατοικίας, τον περίμενε γνωστός υπουργός της τότε κυβέρνησης, αυτός τον οποίο ο λαός ήξερε ως «ο σπινθηροβόλος». Φορούσε ένα άνετο κατάλευκο και παχύ  μπουρνούζι, ενώ τα γυμνά του πόδια κάλυπταν ξύλινα γιαπωνέζικα σαμπό. Η όλη εμφάνισή του θύμιζε περισσότερο μοντέλο, ηθοποιό, ή πρόεδρο της ΟΝΝΕΔ, παρά αριστερό αγωνιστή των δικαιωμάτων της εργατιάς, και βετεράνο συνδικαλιστή μεγάλης κρατικής ΔΕΚΟ, που πέρασε μια ζωή ολόκληρη στους δρόμους και στα πεζοδρόμια. Μόνο το γνωστό «σπινθηροβόλο» βλέμμα του ήταν αυτό που μιλούσε από μόνο του, προδίδοντας την αγωνιστική του προϊστορία για την προκοπή του τόπου.
Μια σαγηνευτικά απαλή μουσική, ερωτικά τραγούδια,  (Πολ Ανκα και Νιλ Ντάιμοντ) ακούγονταν στο βάθος, ενώ παντού μύριζε πατσουλί, από τα δεκάδες (κυριολεκτικά) αρωματικά κεριά που έκαιγαν τριγύρω δημιουργώντας μια αποπνικτική αλλά συνάμα λάγνα ατμόσφαιρα. Το μόνο παράταιρο στοιχείο στο λιτό, πολυτελές και μυστήριο περιβάλλον ήταν μια τεράστια αφίσα ενός ημίγυμνου … Γλέτσου, που κάλυπτε έναν ολόκληρο σχεδόν τοίχο. 

Σε μια παχιά κατακόκκινη βελέντζα Ναούσης, δίπλα στο παραφορτωμένο με Τσίβας  μπαρ,  ήταν ξαπλωμένο ένα πελώριο τιγρέ σκυλί, που ο οικοδεσπότης φώναζε Ζωζώ, με πράσινα σαν λέιζερ μάτια που κάρφωναν τον επισκέπτη κόβοντάς του την χολή, όπως το καυτό μαχαίρι καρφώνει το ζεστό βούτυρο Γρεβενών.
Ο εκδότης, αν και γνωστός για την ψυχραιμία του, εδώ  ψιλοτρόμαξε, πάγωσε, αλλά προσπάθησε να μη το δείξει… ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που συναντιόταν κατ ιδίαν με τον θρύλο αυτό της ελληνικής Αριστεράς, και δεν ήξερε πως θα έπρεπε να αντιδράσει
-Θέλεις πατσά; Μόλις τον έφτιαξα… είπε ο υπουργός.
-Μπα…ευχαριστώ δεν θα πάρω,  ήρθα φαγωμένος. Ήμουν στην εκκλησία και κοινώνησα… απάντησε εντυπωσιασμένος από το όλο σκηνικό ο εκδότης.
-Χάνεις… το σκορδοστούμπι είναι προσωπική συνταγή του Φίλη… λουκούμι σκέτο…
Κάθισαν στον πολυτελή καναπέ τσέστερφιλντ, και αφού μεσολάβησαν τα τυπικά, με τον υπουργό να σιγορουφάει τον καυτό πατσά του, η συζήτηση άναψε…
-Θέλω να κάνεις κάτι για μένα… κι εγώ θα σε βοηθήσω με τον δικό μου τρόπο.
-Τι μπορώ να κάνω; Εσύ έχεις τόση δύναμη… είσαι μεγαλοϋπουργός…
-Θα μπω κατ ευθείαν στο θέμα… θέλω να με συστήσεις στην Γιούλα!
Ο εκδότης ξαφνιάστηκε. Άλλα πράγματα περίμενε…
-Στην Γιούλα; τραύλισε… Στην Μπουρδόλη;
-Ναι… στο μανάρι που κολάζει και κνίτη. Την σκέφτομαι συνεχώς. Δεν μπορώ να παράξω έργο όσο δεν την έχω. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ στον σκοπό!
-Μα είσαι παντρεμένος… έχεις οικογένεια, έχεις μια θέση… τι θα πει ο κόσμος;
Ο υπουργός αγρίεψε… κοίταξε προς τον σκύλο ο οποίος αμέσως γρύλισε στον εκδότη.
-Ακου να δεις… χέστηκα για το θα πει ο κόσμος… εγώ επέζησα μια νύχτα μαζί με την βαλαβάναινα σε κατάληψη, λες να φοβάμαι το τι θα πει η κάθε καρακαλτάκα; Θέλω την Γιούλα εδώ και τώρα, αλλιώς θα σε λιώσω. Θα βάλω τον αρχιμανδρίτη να κλείσει το ιντερνέτι και θα σε κάνω να πεινάσεις. Μια Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου είναι όλο κι όλο και σας έσβησα όλους εσάς τους εκβιαστές…
-Μα κύριε υπουργέ μου…
-Σκασμός! Αυτά που ξέρατε τελείωσαν. Ο λαός είναι στην εξουσία τώρα. Η διαπλοκή θα κοπεί μαχαίρι σ’ αυτόν τον τόπο. Το  λέει κι ο Σουηδός.
-Εντάξει… ηρέμησε… θα δω τι μπορώ να κάνω, είπε ο κατατρομαγμένος εκδότης.
-Να μου την φέρεις αύριο εδώ… αξύριστη.
-Μα είναι δύσκολο… βρίσκεται σε δημοσιογραφική αποστολή στην Βενεζουέλα… με τα ι-μέιλ συνεννοούμαστε… εξάλλου στη συνέχεια θα πάει στην Γουατεμάλα όπου έχει κλεισμένο ραντεβού με τον πρωκτολόγο της για λεύκανση… είναι δύσκολο να την φέρω πίσω. Η Γιούλα δεν είναι καμιά Τατιάνα… έχει τελειώσει γυμνάσιο, είναι τσακάλι… έχει χαρακτήρα.



Ο υπουργός σηκώθηκε… το μάτι του γυάλιζε… και με μια απότομη κίνηση έβγαλε το μπουρνούζι, μένοντας ολοτσίτσιδος, χωρίς εσώρουχο, και με τον πλούσιο ανδρισμό του σε πλήρη μεγαλοπρέπεια να κρέμεται απειλητικά μπροστά στη μούρη του καθιστού και κιτρινισμένου απ τον φόβο εκδότη…
Ο εκδότης ξεροκατάπιε… κοίταξε προς την έξοδο, αλλά αυτή ήταν μπλοκαρισμένη από έναν θηριώδη νεολαίο του Σύριζα με μούσι και αφάνα, και με μια κόκκινη ντουντούκα στο χέρι, που λες κι εμφανίστηκε από το πουθενά.
  θα μου φέρεις την Γιούλα, ή θα σε βάλω να τραγουδάς Πάριο εδώ και τώρα…  κατάλαβες;
-Μα υπουργέ μου… τι πράγματα είναι αυτά; Είμαστε σοβαροί άνθρωποι…
-Σκάσε γελοίε, μη σου δείξω πως ψήνεται το ψάρι κι απ τις δυο πλευρές στα όρθια!
Ο εκδότης κατάλαβε ότι ήταν χαμένος από χέρι. Γι αυτό και αναδιπλώθηκε πάραυτα.
-Εντάξει υπουργέ μου, όπως νομίζεις… θα δω τι μπορώ να κάνω.
-Όχι τι μπορείς να κάνεις… αλλά τι θα κάνεις. Έτσι μπράβο… ορίστε μας… είπε ο υπουργός, γλιστρώντας με χάρη προς το λουτροκαμπινέ.
Την ώρα που έμπαινε ολόγυμνος στο μικρό τζακούζι, με ανοιχτή την πόρτα, γύρισε και χαμογέλασε με κείνο το γνωστό μειλίχιο ύφος προς τον έντρομο εκδότη. Ήταν το ίδιο ύφος με κείνο που είχε όταν μερικούς μήνες πριν, στην τηλεόραση, έλεγε ότι «θα μας παρακαλάνε οι ξένοι να μας δανείσουν», σκορπώντας ρίγη εθνικής περηφάνιας σε έναν ολόκληρο λαό που είχε βαρεθεί να ζει γονατισμένος.  
Τότε ήταν που ο  αφάνας άνοιξε την εξώπορτα και έκανε ένα κοφτό νόημα στον σοκαρισμένο εκδότη να φύγει. Κάτι που έκανε χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς να κοιτάξει πίσω,  σχεδόν τρέχοντας, αν και τα γόνατά του έτρεμαν σαν φρουί ζελέ Γιώτης.
Μόλις ο, κατά τα άλλα, μπαρουτοκαπνισμένος  δημοσιογράφος βγήκε έξω, άναψε ένα κοχίμπα, πήρε δυο τρεις βαθιές τζούρες, και είπε στον επικεφαλής της ασφάλειάς του: «πάμε να φύγουμε γρήγορα… αυτοί θα μας μαμήσουν στα όρθια… και βρες μου γρήγορα την Μπουρδόλη, πες της να τσακιστεί να έρθει πίσω, θα της στείλω το τζετ… κινδυνεύουμε… και που είσαι; Πες την μη τυχόν και ξουριστεί… αυτός έχει άσχημο σκοπό… τον φοβήθηκε το μάτι μου»…

Έτσι λοιπόν έχει η μυστήρια αυτή ιστορία με το διάσημο μπλογκ που μέσα σε μια νύχτα άλλαξε «αφεντικό». Και επειδή απ όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε η Γιούλα δεν ενέδωσε στις ανώμαλες ορέξεις του ερεθισμένου υπουργού, έτσι φτάσαμε σήμερα στον έλεγχο του διαδικτύου από πλευράς κυβέρνησης. Γραμμάτια που ακόμη πληρώνει ο αρχιμανδρίτης στον πρώην υπουργό, αλλά αιώνιο εραστή… τον «σπινθηροβόλο» που λέγαμε. Για τα μάτια της Γιούλας της Μπουρδόλη…
Και όποιος αμφιβάλλει για τα όσα αναφέρονται παραπάνω, να του θυμίσουμε τον χρυσό κανόνα της δημοσιογραφίας: Την εφεδρεία…

Strange Attractor

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου