14.3.16

Το «Τσίρκο Ειδομένη» σας καλωσορίζει…



Από πού να αρχίσει κανείς, πώς να περιγράψει το αίσχος που συμβαίνει στην 25η ισχυρότερη οικονομία του κόσμου και ποιον τρόπο να βρει να αποτυπώσει τις εικόνες, χωρίς να αισθάνεται ότι προσβάλλει τον αγώνα των δύσμοιρων αυτών ανθρώπων για μια καλύτερη ζωή;




Ας ξεκινήσουμε από την ξερή περιγραφή των όσων συμβαίνουν εκεί. Αρκετές χιλιάδες άνθρωποι είναι συγκεντρωμένοι στον καταυλισμό που έχει δημιουργηθεί de facto στη γραμμή των συνόρων. Το πόσες χιλιάδες, κανείς δεν είναι σε θέση να το πει, καθώς δεν υπάρχει καμιά επίσημη καταγραφή. «Και ποιος κάνει κουμάντο σε αυτόν τον τόπο;» όπως ρώτησε αξιωματούχος ξένης κυβέρνησης. «Κανείς. Οι εκπρόσωποι των ΜKΟ μαζεύονται μια φορά την εβδομάδα κι αποφασίζουν μεταξύ τους», ήταν η απάντηση…



Γιατί απουσιάζει το κράτος από την Ειδομένη; Γιατί, όπως είπε κι ο εκπρόσωπος Τύπου του Συντονιστικού για τους πρόσφυγες, Γιώργος Κυρίτσης, «η Ειδομένη δεν είναι κρατική δομή και πρέπει να αδειάσει». Κι έως τότε τι θα γίνει; Ας πεθάνουν και μερικοί, επειδή ατύχησαν να μένουν εκεί που «δεν είναι κρατική δομή»;
Γύρω από τα σύνορα, έχουν απλωθεί παντού σκηνές. Ακόμη και στο σταθμό, σε εγκαταλειμμένα κτίσματα, σε χαλάσματα, σε ερείπια, σε υπόστεγα, όπου βρουν οι άνθρωποι μένουν. Χωρίς νερό, χωρίς φως, χωρίς καρέκλες, μαχαιροπήρουνα, τραπέζια, ζέστη, αλλά με κρύο, λάσπες, αρρώστιες. Όλοι μαζί, νέοι, παιδιά, μωρά, μεσήλικες, ανάπηροι στο χώμα, στα βρωμόνερα, στην αφόρητη δυσωδία. Διότι, αν κάτι από την Ειδομένη δεν μπορεί να αποτυπωθεί, είναι η φρικτή μυρωδιά από αυτά που καίνε οι δυστυχισμένοι αυτοί άνθρωποι προκειμένου να ζεσταθούν, να στεγνώσουν τα μονίμως υγρά ρούχα τους, να μαγειρέψουν. Κάπνα που φέρνει δύσπνοια και μυρωδιά που σε στοιχειώνει, σε στιγματίζει, σε διαβεβαιώνει ότι είσαι στο σωστό δρόμο για την κόλαση και δεν είσαι και καθόλου σίγουρος ότι είναι στρωμένος με καλές προθέσεις.
Κι όμως: έναν μόνο βρήκαμε να μας πει ότι θέλει να φύγει από την Ειδομένη! Έναν, το πιστεύετε; Ακόμη κι όσοι ανέβαιναν στα πούλμαν για να μεταφερθούν στην Αθήνα, δεν ήθελαν να φύγουν! Μόνο ο Σάμερ Μερσάν ήθελε. Νέος –γύρω στα 35- και με πολύ καλά αγγλικά, με γυναίκα και παιδιά στη Συρία, θα ήθελε να φύγει για τη Γερμανία ή τον Καναδά ή το Λουξεμβούργο, ακόμα κι η Συρία είναι καλύτερη, εκεί θα πεθάνει μια φορά ενώ στην Ειδομένη πεθαίνει κάθε μέρα. Έμεινε ήδη 18 μέρες και κατάλαβε ότι «it is impossible to protect ourselves from the rain». Σωστά, με τη βροχή δεν μπορείς να τα βάλεις. Έκανε κι άλλη μια παρατήρηση, κι είναι ο μόνος από τον οποίο άκουσα κάτι παρόμοιο: «Οι άνθρωποι αλλάζουν εδώ μέσα, γίνονται πιο βίαιοι, έχει πολλούς καβγάδες, οι δημοσιογράφοι βγάζουν φωτογραφίες από καβγάδες και ξύλο»…
Μου έκανε τεράστια εντύπωση το πόσο άγνωστος ήχος είναι το «γεια σου!» για τους ανθρώπους που μένουν εδώ. Σχεδόν κανείς δεν καταλάβαινε την έκφραση! Όλοι καταλάβαιναν το «hello!», χαμογελούσαν και απαντούσαν και απαντούσαν «hello!». Το «γεια σου!» τους ήταν κάτι ξένο, ένας αδιάφορος ήχος. Οι άνθρωποι θέλουν να παν στην Αλεμάνια, την Τζέρμανι, στο «hello!». Δε θέλουν να μείνουν στη χώρα του «γεια σου», δεν αναγνωρίζουν καν το «γεια σου»!
Και γιατί δηλαδή δε θέλει κανένας πρόσφυγας ή μετανάστης να μείνει στην Ελλάδα; Συνάδερφος από ευρωπαϊκό τηλεοπτικό κανάλι μου έδειχνε το βίντεο που είχε γυρίσει και δεν το πίστευε ούτε ο ίδιος. «Greece? No future!» του έλεγαν. Τους έλεγε τα ονόματα διαφόρων πιθανών και απίθανων χωρών και δεν ήταν αρνητικοί σε αυτές. «France? Yes, France future». «Finland? Yes, Finland future». «Esthonia? Yes, maybe, Esthonia future». «Greece? No! Greece is no future!».
Συνάντησα τη Φατίμα. Η εννιάχρονη κόρη της είναι το πρώτο «κρούσμα ηπατίτιδας Α». Έχει άλλες δυο κόρες και δυο γιους. Ο ένας, 30 ετών, είναι στη Γερμανία, εκεί θέλει να πάει κι εκείνη με την οικογένειά της. Κατάγεται από την ανατολική Συρία κι αρνείται να φύγει από το άθλιο σημείο μέσα στις λάσπες στο οποίο μένει με τα παιδιά της. Κι ας λέει, η ίδια, ότι κάτι έχει το νερό γι’ αυτό η κόρη της έπαθε ηπατίτιδα. Κι ας αναφέρει ότι οι 12 μέρες που έχει περάσει στην Ειδομένη ισοδυναμούν με 12 χρόνια. Ξυπνάει και κοιμάται με την ελπίδα ότι θα ανοίξουν τα σύνορα. «Ίσως αύριο ανοίξουν», λέει. Βρε καλή μου, της λέμε, κι αν δεν ανοίξουν τι θα κάνεις; «Θα μείνω εδώ, μέχρι να ανοίξουν». Κι αν, Φατίμα μου, δεν ανοίξουν ποτέ, κι αν σου πουν να φύγεις, κι αν έρθουν χειρότερες καιρικές συνθήκες, τι θα κάνεις, θα μείνεις εδώ στις λάσπες για πάντα; «Θα μείνω εδώ», επιμένει.
Όπως κι επιμένουν σχεδόν όλοι τους. Προφανώς και δεν μας πιστεύουν. Δεν πιστεύουν ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Θέλουν να κρατήσουν την ελπίδα τους ζωντανή, εδώ μέσα στα λασπόνερα και τη δυσωδία. Και πού να πάνε, θα μου πεις; Οι λίγοι που φεύγουν, το κάνουν με βαριά καρδιά, επειδή δεν αντέχουν άλλο κρύο, βρώμα, πείνα. Τους περιμένουν πούλμαν, οι οδηγοί των οποίων δεν ξέρουν πού ακριβώς θα τους πάνε. «Η Αστυνομία μας είπε να πάμε προς την Αθήνα και στο δρόμο θα μας πουν να τους μεταφέρουμε».



Διαβάζω τη δήλωση του κ. Κυρίτση, για τον οποίο, μέχρι στιγμής όπως έχει πει ο ίδιος δυο ήταν χειρότερες μέρες της ζωής του: εκείνη που κατουρήθηκε στο σχολείο κι εκείνη που ψήφισε το τρίτο μνημόνιο. Άραγε δεν ήταν η μέρα που είπε «Αν αύριο ο πρωί αποφασίσουν όλοι οι πρόσφυγες να φύγουν από την Ειδομένη, εμείς θα κόψουμε το σβέρκο μας να τους μετακινήσουμε και να βρούμε που θα τους πάμε»;
Αν, να, θα, να, να, θα; Υπάρχει κυβέρνηση ή όχι; Υπάρχει κράτος ή όχι; Με τα «αν», τα «θα» και τα «να» θα πορεύεται στο άγνωστο μια ολόκληρη χώρα που, επιπλέον, φέρει την ευθύνη των εγκλωβισμένων αυτών ανθρώπων;
Παιδιά, γυναίκες, άνδρες ζητούν παπούτσια. Κάποιοι ανέλαβαν τις προμήθειες: Marlboro, 4 euro, apples 0,5 euro, bread 0,8 euro. Ο δρόμος που οδηγεί στον καταυλισμό είναι γεμάτος αυτοκίνητα. Ένα φορτηγό του δήμου έχει μποτιλιαριστεί. Βρέχει κιόλας. «Για όνομα του Θεού, ανοίξτε, έχει πέσει μια κολώνα ρεύματος, θα σκοτωθεί κανένας», φωνάζει ο οδηγός. Απίστευτο πόσος κόσμος φέρνει πράγματα, είναι συγκινητικό! Κούτες. Κάποιοι δυστυχισμένοι είναι λίγο έξω από τον καταυλισμό, προκειμένου να είναι οι πρώτοι που θα προμηθευτούν ό,τι φέρνει ο κόσμος. Μόλις σταματήσει κάποιο αυτοκίνητο πλησιάζουν, ζητούν παπούτσια. Ανοίγει πορτ μπαγκάζ για να βγουν προμήθειες, ο κόσμος σπρώχνεται να πάρει. Ανήκουστες εικόνες για πολιτισμένη χώρα! 
Ένας νεαρός έρχεται και δείχνει από το κινητό του ένα βίντεο στο συνάδελφό μου. «Τι είναι;», τον ρωτώ. «Δε φαίνεται καλά, αλλά είναι σαν κάποιος άνθρωπος να πεθαίνει», μου απαντά.
Προχωράμε λίγα μέτρα και πέφτουμε επάνω σε μια παρέα που συζητά ζωηρά και γελά. Νέα κορίτσια δείχνουν μαγεμένα από κάποιον ο οποίος τα μαγνητοσκοπεί. Ο μικρόσωμος αλλά πληθωρικός κινηματογραφιστής από τη Σκωτία μας καλωσορίζει, μας βάζει στα πλάνα, μας συστήνει έναν Ιταλό ο οποίος γυρίζει στα Βαλκάνια, αγκαλιαζόμαστε με τα κορίτσια, κάνουμε συνεντεύξεις, γελάμε σαν μια χαρούμενη παρέα σε καλοκαιρινό φεστιβάλ βόρειας χώρας κι ανανεώνουμε το ραντεβού για το επόμενο event.
Πηγαίνουμε παρακάτω, μιλάμε με τις γυναίκες που βγαίνουν από την τουαλέτα κρατώντας μπουκαλάκια με νερό και βρεγμένα ρούχα, φωτογραφίζουμε ανενόχλητοι κοπέλες να πλένουν ρούχα και γιαγιάδες να περιποιούνται τα εγγόνια τους, άντρες να ξυρίζονται. Μιλάμε μαζί τους, όλοι έχουν την ίδια ιστορία: κάποιον δικό τους στη Γερμανία, κάποιους άλλους στη Συρία και όχι δε θέλουν με τίποτα να μείνουν στην Ελλάδα.
Η σειρήνα ενός ασθενοφόρου αναγγέλλει την άφιξή του. Έρχεται – φορτώνει – φεύγει, ενώ οι αστυνομικοί ανοίγουν τον μποτιλιαρισμένο δρόμο. Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα στήνουν τεράστια αντίσκηνα των 200 ατόμων με κρεβάτια. Ένας Βούλγαρος αξιωματούχος δίνει συνέντευξη –έφεραν βοήθεια στους πρόσφυγες αλλά την άφησαν στη Θεσσαλονίκη, στο λιμάνι, για να γίνει από εκεί η διαχείριση οργανωμένα. Απροσδιόριστος αριθμός ανθρώπων μεταδίδει εικόνα, κινηματογραφεί, κάνει ρεπορτάζ, γυρίζει ταινίες, φωτογραφίζει. Είναι το πιο hot θέαμα της Ευρώπης, όχι αστεία!
Ανεβαίνουμε στο χωριό ψάχνοντας τον κυρ Χρήστο και την κυρά Ελένη, το πασίγνωστο, πια, ζευγάρι που ανοίγει το σπίτι του σε όποιον το ζητήσει. Ναι, είναι τόσο γλυκείς και φιλόξενοι όσο φαίνονται. «Γιατί οι σκηνές στήθηκαν στο πιο χαμηλό σημείο;» αναρωτιέται ο 83χρονος. «Πήγαν και τις έστησαν στο χειρότερο σημείο γι’ αυτό γεμίζουν συνέχεια νερά!» Και ποιος να το κάνει σωστά, κυρ Χρήστο μου; Αφού δεν υπάρχει συντονισμός, ο κ. Κυρίτσης λέει ότι «δεν είναι κρατική δομή»…
Οι στιγμές που πέρασα στο σπίτι του κυρ Χρήστου και της κυρά Ελένης είναι από τις πλέον αλλόκοτες της ζωής μου. Διότι την ίδια ώρα, στο μικρό οικόπεδο δίπλα ακριβώς, συνέβαινε μια «μυσταγωγία». Ο διάσημος Κινέζος καλλιτέχνης ο οποίος έχει πάρει εργολαβία τους πρόσφυγες και πόζαρε στη Λέσβο ως Αϊλάν, κρατάει ένα νάιλον, κάτω από το οποίο βρίσκεται ένα άσπρο πιάνο Yamaha και παίζει μια νεαρή με μαντίλα. Η κοπέλα κάνει πρόβα, λέει, το συνεργείο κινηματογραφεί τη σκηνή, μας μιλά αυστηρά και μας διώχνει, κανείς δεν πρέπει να ταράξει τη γαλήνη του καλλιτέχνη που κρατά το νάιλον. Για τη μεταφορά του πιάνου φρόντισε ο ίδιος, όπως πληροφορηθήκαμε όλοι αργότερα, καθώς το happening ολοκληρώθηκε στον καταυλισμό και απαθανατίστηκε για τις ανάγκες των θεατών του κόσμου ολάκερου. Σανίδια σε πράσινο, επάνω το πιάνο, η κοπέλα, το νάιλον και κάτι λίγες, λέει, πλαστικές καρέκλες τριγύρω επειδή, λέει, δεν είναι παράσταση ή συναυλία αλλά «έκφραση ζωής».
Καλώς ορίσατε στο Circo Ειδομένη! Εδώ θα δείτε τις μεγαλύτερες ατραξιόν του πολιτισμένου κόσμου…

Χριστίνα Ταχιάου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου