7.4.16

Ο δρ. Αλέξης Τσίπρας και οι Μίκυ Μάους οικονομολόγοι…



Καλωσορίζω τον κύριο πρωθυπουργό στην ακαδημαϊκή κοινότητα των ομοτέχνων μου. Ο τίτλος του επιτίμου διδάκτορος που τού απενεμήθη συνοδεύεται συνήθως από επαρκή αιτιολόγηση του εισηγούμενου καθηγητού εκ μέρους του Τμήματος αλλά και από σχετική εισήγηση του τιμώμενου εις το αντικείμενο που θεραπεύει. Δυστυχώς, στη δημοσιότητα εδόθησαν λίγα μόνον αποσπάσματα της εισηγήσεως του κ. πρωθυπουργού, για τα οποία ας μού επιτραπεί να κάνω λίγα σχόλια, οικονομολόγος προς οικονομολόγο πλέον. 



Σύμφωνα με τα λεγόμενα του κ. πρωθυπουργού, αντιλαμβάνομαι ότι η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας αντιμετωπίζεται ως αποτυχία των αγορών. Ότι η αποτυχία αυτή οφείλεται, ή και εντείνεται, από τις σκληρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας των λεγόμενων τεχνοκρατών οικονομολόγων και των πιστωτών, πολιτικές οι οποίες οδήγησαν στην χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας…


Οι πολιτικές αυτές προάγουν μόνον ύφεση, όπως υποστηρίζεται, και κοινωνική παρακμή. Και ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η κυβέρνηση της Ελλάδος έπρεπε ή να τις δεχθεί ή να χρεοκοπήσει. Και, τέλος, ότι όλα αυτά είναι αντιπροσωπευτικά της λεγόμενης οικονομίας του χρέους, η οποία οδηγεί σε περικοπές μισθών και συντάξεων και γενικώς σε σκληρές πολιτικές λιτότητας, ώστε να εξυπηρετηθεί και το υπέρογκο χρέος.
Προφανώς τα αποσπάσματα από τα δελτία Τύπου αδικούν κατάφωρα την εισήγηση, καθώς τα επιχειρήματα είναι τουλάχιστον αποσπασματικά και αλυσιτελή.
Εξηγούμαι: Οι αγορές ενδεχομένως να στερούνται τέλειας πληροφόρησης και να συνεχίζουν να δανείζουν μία προβληματική οικονομία για κάποιο διάστημα, όμως η διαφορά εγχωρίου παραγωγής και συνολικής δαπάνης ή απορρόφησης, η οποία αντικατοπτρίζεται άμεσα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, δίδει πάντα στο τέλος μία πιστή εικόνα της διαφοράς ανάμεσα στην παραγωγή και την δαπάνη μιας οικονομίας. Το 2009 και το 2010 η ελληνική οικονομία βρέθηκε με μία υπέρβαση δαπάνης που πλησίαζε το 15% του ΑΕΠ, δηλαδή ξεπερνούσε ετησίως τα 35 δισεκατομμύρια ευρώ. ο μόνος τρόπος για να συνεχίσει να χρηματοδοτεί ένα τέτοιο πρωτοφανές έλλειμμα είναι να περιστείλει αμέσως την δαπάνη.
Δυστυχώς, άμεσα περιθώρια αύξησης της εγχώριας παραγωγής με τόνωση της ζήτησης και άλλες ψευτοκεϋνσιανές μπαρούφες δεν πρέπει να διαδίδονται από διάφορους Μίκυ Μάους οικονομολόγους, γιατί μάς ακούει κα ο Τζον Μέϊναρντ Κέϋνς από τον ουρανό. 
Θέλω να τονίσω με έμφαση αυτό που ακολουθεί: η συσταλτική δημοσιονομική πολιτική ως αποτέλεσμα της τεράστιας διαφοράς εισαγωγών και εξαγωγών και, ως αποτέλεσμα, αχανών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, είναι μία αναγκαιότητα, είναι μία κατάσταση, δεν είναι επιλογή πολιτικής. Ιδίως, πολύ περισσότερο, όταν οι αρχές στερούνται του εργαλείου της νομισματικής πολιτικής, η χαλάρωση του οποίου θα επέτρεπε κάποια ελάχιστη, προσωρινή ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητας και ενδεχομένως θα περιόριζε ίσως κατά τι την δημοσιονομική περιστολή, αν και αυτό δεν είναι καθόλου σίγουρο υπό τις παρούσες συνθήκες.

Μένει, λοιπόν, η λεγόμενη «εσωτερική υποτίμηση», δηλαδή η υποτίμηση πραγματικών στοιχείων του κόστους αγαθών, υπηρεσιών και γενικώς περιουσιακών στοιχείων –ως ανάγκη να τονιστεί η ανταγωνιστικότητα, να ανακάμψουν οι εξαγωγές και να ανακαταληφθούν κομμάτια της εσωτερικής αγοράς από εγχωρίως παραγόμενα αγαθά και υπηρεσίες– και το ζήτημα είναι εφ’ εξής ο τρόπος και η διαφορετικότητα με την οποία θα εφαρμοστεί. Για παράδειγμα, αν θα δώσει προτεραιότητα στην αύξηση των φόρων ή την μείωση των δαπανών, αν θα αφορά περισσότερο τον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα, με ποιες διαρθρωτικές αλλαγές θα συνδυαστεί, κ.ο.κ.
Όσον αφορά την χρεοκοπία, εν προκειμένω της ελληνικής οικονομίας, αυτή προηγήθηκε των πράγματι δρακόντειων πολιτικών περιστολής, οι οποίες μάλιστα ήταν και ανορθολογικά κατανεμημένες εσωτερικά –με σημαντική ευθύνη των πιστωτών στην ελληνική περίπτωση. Σε κανέναν μας δε δεν αρέσει η λεγόμενη λιτότητα. Και, πράγματι, γεννά κοινωνικά και προσωπικά προβλήματα και, ιδίως, προκαλεί πολιτική παρακμή και εξτρεμισμό που χειροτερεύουν δραματικά την κατάσταση. Όπως είπα όμως και πριν, είναι ένα αποτέλεσμα, μία κατάσταση, και όχι επιλογή.
Και κάτι τελευταίο για το χρέος. Γίνεται πολύς λόγος, από την κυβέρνηση αλλά και από μερίδα των πιστωτών (ΔΝΤ), σχετικώς με την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Ακόμη και το λεγόμενο γραφείο προϋπολογισμού της Βουλής ισχυρίζεται συνεχώς ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο. Πραγματικά, όμως, είναι να απορεί κανείς με την έλλειψη στοιχειώδους τεκμηρίωσης των ισχυρισμών. Η βιωσιμότητα του χρέους εξαρτάται όχι από το ύψος ή την μελλοντική αξία του αλλά από την παρούσα αξία του, από την μέση ωρίμανσή του, την εξυπηρέτηση και τα επιτόκια, τον ονομαστικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. 
Η Ελλάδα έχει πρωτοφανώς υψηλή μέση ωρίμανση, γύρω στα 18 έτη, απολαμβάνει επίσης πρωτοφανώς χαμηλό μέσο επιτόκιο εξυπηρέτησης 2,5% για τα επόμενα 10 χρόνια και για πάντα και, για να δώσω μία πραγματική εικόνα, μέχρι και το 2020 η ωρίμανση των ομολόγων αγγίζει τα 50 δισεκατομμύρια ευρώ. Η Πορτογαλία, με παρόμοιο ΑΕΠ, έχει επιτόκια εξυπηρέτησης 4,5% για τα επόμενα δέκα έτη και το χρέος της που ωριμάζει είναι περίπου 110 δισεκατομμύρια ευρώ μόνον μέχρι το 2020! Για δε την Ιταλία η κατάσταση είναι τραγική, καθώς η ωρίμανση των ομολόγων της μέχρι το 2020 φθάνει σχεδόν το 1 τρισεκατομμύριο ευρώ. 
Κατά τα άλλα, οι Έλληνες ψηφοφόροι ετοιμάζονται να ακούσουν ότι η Ελλάδα πέτυχε την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους για τα παιδιά της, ενώ το μεγαλύτερο έγκλημα που διαπράττεται τον καιρό αυτό είναι η πρωτοφανής υπονόμευση του μέλλοντος της χώρας, δηλαδή των παιδιών της. Και αυτό παρά το ότι σχετικώς προσφάτως είχε πετύχει την μεγαλύτερη στην παγκόσμια ιστορία απομείωση δημόσιου χρέους μέσω του PSI.

Θοδωρής Πελαγίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου