12.11.16

Έχει καμιά σημασία το ποιος είναι πρόεδρος των ΗΠΑ;



Μετά από κάθε προεδρική εκλογή είθισται οι οπαδοί του νικητή να θριαμβολογούν, ενώ αυτοί του ηττημένου να βρίσκονται σε απόγνωση. Αυτό είναι φυσιολογικό σε μια δημοκρατία.




Όταν εξελέγη ο Ομπάμα, οι υποστηρικτές του πετούσαν στα ουράνια, ενώ οι αντίπαλοί του περίμεναν την καταστροφή. Το ίδιο έγινε και με την εκλογή (και επανεκλογή) του Τζορτζ Μπους. Ο βαθμός της λατρείας αλλά και της περιφρόνησης διαφέρει, και  αυτό είναι μια σταθερή παράμετρος της αμερικανικής, και όχι μόνο, δημοκρατίας…


Το εν λόγω φαινόμενο αποτελείται από δυο διαστάσεις: Η πρώτη είναι το ότι οι ψηφοφόροι ψάχνουν για λύσεις στα προβλήματά και στην δυστυχία τους, αναζητώντας τις στην πολιτική σφαίρα. Στην πορεία αποδίδουν στους πολιτικούς αρχηγούς υπεράνθρωπες ιδιότητες. Ο ηγέτης μεταμορφώνεται σε ίνδαλμα όλων των ελπίδων αλλά και των φόβων του έθνους.
Η δεύτερη διάσταση έχει να κάνει με το γεγονός ότι διαφορετικά είδη ηγετών προσελκύουν διαφορετικά είδη οπαδών. Τέτοιες διαφορές είναι π.χ. η γεωγραφική προέλευση, η τάξη, η εθνότητα, κλπ. Συνήθως υπάρχει έντονη αντιπαλότητα μεταξύ αυτών των ομάδων, μιας και όλες οι κοινωνίες είναι διαιρεμένες. Η εκλογική μάχη πάντα προκαλεί μια αναμέτρηση μεταξύ αυτών των διαφορετικών ομάδων, των ελπίδων τους, ενώ παράλληλα προκαλεί και μια αμοιβαία αντιπάθεια. Η κάθε ξεχωριστή ομάδα θέλει να εκλεγεί ο δικός της ηγέτης, ο οποίος θα την βοηθήσει, αλλά και θα τιμωρήσει τους αντιπάλους της. Στο τέλος τέλος, οι περισσότερες πολιτικές ζυμώσεις έχουν να κάνουν με το πώς θα πειστούν αρκετοί ψηφοφόροι ότι ο ηγέτης μιλάει εξ ονόματός τους, και όχι εξ ονόματος των άλλων.
Οι ηγέτες όμως δεν είναι ινδάλματα αλλά απλοί άνθρωποι. Η προσδοκία ότι θα ξανακτίσουν απ την αρχή την κοινωνία με τρόπο πιο δίκαιο για μια συγκεκριμένη ομάδα, είναι μια υπερβολή και μια υπερεκτίμηση της ισχύος τους.



Μια τέτοια περίπτωση ήταν και ο Ομπάμα. Αναμένονταν να τερματίσει όλους τους πολέμους, να βάλει τέλος στην οργή του ισλαμικού κόσμου απέναντι στην Αμερική, μια οργή που οδηγούσε στη τρομοκρατία, και μπορεί ακόμη και ο ίδιος να πίστευε ότι μπορεί να τα καταφέρει. Αυτές οι προσδοκίες ήταν παγκόσμιες. Μάλιστα του απονεμήθηκε και το βραβείο Νόμπελ ειρήνης για τις καλές προθέσεις του.
Οι ηγέτες όμως αναπόφευκτα απογοητεύουν, επειδή χρειάζονται υπεράνθρωπες ιδιότητες, τις οποίες οι ψηφοφόροι πιστεύουν ότι διαθέτουν. Η νίκη τους πάντα ακολουθείται από αρχικό ενθουσιασμό και περιόδους αυξανόμενης απογοήτευσης. Αυτό συνέβη και στις θητείες των Φράνκλιν Ρούζβελτ, και Ρόναλντ Ρέιγκαν. Όταν η πραγματικότητα συγκρούσθηκε με τις ελπίδες και τις προσδοκίες, τότε άρχισε να διαφαίνεται το αίσθημα της προδοσίας. Οι αντίπαλοι αισθάνονταν δικαιωμένοι, και οι υποστηρικτές προδομένοι.
Και οι δυο παραπάνω πρόεδροι θεωρούνταν από τους αντιπάλους τους ως παντελώς ακατάλληλοι για το αξίωμα που κέρδισαν. Ο Ρέιγκαν χαρακτηρίζονταν ως αδαής πολιτικός και κακός ηθοποιός, ενώ ο Ρούζβελτ ως ένας ακόμη πλούσιος ερασιτέχνης  με κενό κρανίο. Ο Αβραάμ Λίνκολν χαρακτηρίζονταν ως μια μαϊμού, και ως ένας άσχετος και άξεστος επαρχιώτης που θα ντρόπιαζε τη χώρα. Και αυτά δεν τα πίστευαν μόνο οι Νότιοι. Πάντως οι οπαδοί των προέδρων αυτών τους λάτρευαν. Βέβαια το ζήτημα δεν ήταν οι ίδιοι οι υποψήφιοι πρόεδροι προσωπικά. Μιλώντας αρνητικά για τους υποψήφιους, οι δυσφημιστές τους στην πραγματικότητα μιλούσαν για το είδος των ανθρώπων που υποστήριζαν αυτούς τους υποψήφιους.
Κανένας τους βέβαια δεν ήταν σατανάς, αλλά ούτε και θαυματοποιός. Η απόδοση του Λίνκολν στον εμφύλιο πόλεμο δέχτηκε αρκετές κριτικές, και αν δεν είχε δολοφονηθεί σήμερα θα είχαμε διαφορετική άποψη για την προεδρία του.
Ο Ρούζβελτ δεν κατάφερε να βάλει τέλος στην ύφεση, και η χώρα ξαναμπήκε σε οικονομικούς μπελάδες το 1938. Οι άλλοτε υποστηρικτές του έγιναν οι πιο σκληροί κριτές του. Το ίδιο και ο Ρέιγκαν, ο οποίος δεν έκανε το άμεσο θαύμα που πολλοί περίμεναν. Στα 8 χρόνια της θητείας του, με τις περιορισμένες εξουσίες που είχε, σε συνδυασμό με την ρευστή παγκόσμια κατάσταση, έφερε αλλαγές στις οποίες συμμετείχε αλλά δεν ήλεγχε. Και οι δικοί του οπαδοί τον κατέκριναν σκληρά όταν ο ίδιος αντελήφθη τα όρια των δυνατοτήτων του, και την ανάγκη για συμβιβασμούς. «Αφήστε τον Ρέιγκαν να είναι Ρέιγκαν» ήταν το σύνθημα της ημέρας, το οποίο έλεγαν οι οπαδοί του, θεωρώντας ότι οι σύμβουλοί του προέδρου και όχι η πραγματικότητα ήταν η αιτία που δεν γίνονταν θαύματα.

Μιλώντας για την προεδρία, ή για τους πολιτικούς ηγέτες οπουδήποτε, είναι απαραίτητο να διαχωρίζουμε τις φιλοδοξίες από τους περιορισμούς. Θα πρέπει να πιστεύουμε ότι οι υποψήφιοι εννοούσαν αυτά που υπόσχονταν στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ενθυμούμενοι πάντα ότι οι εξουσίες ενός προέδρου είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να είναι περιορισμένες. Πέρα από τους συνταγματικούς περιορισμούς, υπάρχουν και αυτοί της πραγματικότητας. Ο Λίνκολν δεν ήθελε τον εμφύλιο πόλεμο. Ο Ρούζβελτ ήθελε να βάλει τέλος στην ύφεση. Ο Ρέιγκαν προσπάθησε να αναζωογονήσει την οικονομία, και ο Μπους δεν είχε την πρόθεση να εισβάλει στο Αφγανιστάν 9 μόλις μήνες μετά την ανάληψη της προεδρίας.
Δεν έχει όμως καμιά σημασία τι ήθελαν αυτοί οι πρόεδροι. Υπήρχαν άλλες δυνάμεις που διαμόρφωναν και υπονόμευαν την θητεία τους. Και ανάλογα με τις συγκυρίες, άλλοι κατάφεραν να πετύχουν μέρος των στόχων τους, άλλοι τίποτα, και ελάχιστοι μπόρεσαν τελικά να πετύχουν αυτά ακριβώς που ήθελαν.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ ηγείται μιας χώρας με 320 εκατομμύρια κατοίκους. Η αμερικανική οικονομία αποτελεί το 25% της σημερινής παγκόσμιας οικονομίας. Ο Ρούζβελτ και ο Ρέιγκαν προσπάθησαν να επιβάλλουν την θέλησή τους σε αυτή την οικονομία. Απέτυχαν όμως. Στο τέλος αναγκάστηκαν να συμβιβάσουν την δική τους θέληση με αυτήν της οικονομίας, παλεύοντας συγχρόνως τόσο με το κογκρέσο όσο και με το ανώτατο δικαστήριο. Αυτό που τελικά πέτυχαν είχε περισσότερη σχέση με την υποβόσκουσα πραγματικότητα του παγκόσμιου συστήματος παρά με τις δικές τους ενέργειες. Η αλήθεια είναι ότι η ΕΣΣΔ θα κατέρρεε χωρίς κάποιο σπρώξιμο απ έξω. Ο Ρέιγκαν δεν εμπόδισε την κατάρρευση, και μάλιστα συνεισέφερε σε αυτήν. Αυτό που ήθελε συνέβη, αλλά δεν επηρεάστηκε πολύ από τις δικές του προσπάθειες. Η ΕΣΣΔ διαλύθηκε εξαιτίας εσωτερικών της αδυναμιών, που αποτελούσαν ενδημικό μέρος του συστήματός της.
Η γεωπολιτική είναι η μελέτη των παγκοσμίων, οικονομικών, πολιτικών, στρατιωτικών, και τεχνολογικών συστημάτων. Είναι η μελέτη τεράστιων πληθυσμών ανθρώπων στην καθημερινότητά τους. Είναι όμως και ένα σύστημα που από τη φύση του δεν μπορεί να ελεγχθεί, ούτε καν να κατανοηθεί. Βασίζεται στην υπόθεση του Ανταμ Σμιθ, που μιλούσε για το «αόρατο χέρι», βάσει του οποίου η επιδίωξη της ικανοποίησης των αναγκών μας καταλήγει ασυναίσθητα στην αύξηση του πλούτου. Αυτή την υπόθεση την επεκτείνουμε και στην πολιτική, αλλά και στην στρατιωτική σφαίρα.
Οι λαοί σε ολόκληρο τον κόσμο επιδιώκουν τα προσωπικά τους οφέλη στις παραπάνω σφαίρες, μέσα όμως από τους εγγενείς περιορισμούς που υπάρχουν, και οι οποίοι δημιουργούν αποτελέσματα που πολλές φορές δεν είναι τα αναμενόμενα αλλά ούτε και επιθυμητά. Σε ένα μεγάλο βαθμό αυτό είναι μια εξηγήσιμη και προβλέψιμη διαδικασία, εφόσον βάλουμε στην άκρη τα όρια των ανθρωπίνων προσδοκιών, τους παρατηρητές, και τους παίκτες. Οι ατομικές πράξεις του καθενός δεν είναι προβλέψιμες. Οι πράξεις όμως εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων έχουν ένα συγκεκριμένο σχήμα.
Ο ισχυρισμός ότι οι άνθρωποι μπορούν συνειδητά να διαμορφώσουν το μέλλον, αποτελούσε το θεμέλιο του Λενινισμού. Ο Λένιν πίστευε στο κομμουνιστικό κόμμα ως την εμπροσθοφυλακή (και το μυαλό) του προλεταριάτου, και γι αυτό έδινε μεγάλη σημασία στο ποιος είναι  ο ηγέτης του, και ποιες πολιτικές ασκεί. Δεν πιστεύω ότι ο ίδιος είχε κατά νου τον εφιάλτη που τελικά δημιουργήθηκε (έφαγε την ζωή του όλη παλεύοντας μάταια για την επανάσταση), όμως οι προθέσεις του δεν μετράνε.
Οι πρόεδροι της Αμερικής κάθε άλλο παρά Λενινιστές είναι. Όμως μια ατομική θέληση δεν μπορεί να μεταλλάξει τα θεμέλια πάνω στα οποία κτίζουμε. Απρόσωπες δυνάμεις, τυχαίες συνέπειες, και πράξεις τρίτων που δεν ελέγχονται από τους προέδρους, είναι αυτά που ορίζουν μια προεδρική θητεία. Ο Λίνκολν, ο Ρούζβελτ, και ο Ρέιγκαν δεν έφτιαξαν την ιστορία. Η ιστορία έφτιαξε αυτούς. Αυτό που τους έκανε πετυχημένους προέδρους είναι η αντίληψη που είχαν ότι δεν μπορείς να πας κόντρα στην πραγματικότητα, και ότι θα πρέπει να συγκλίνεις με αυτήν.



Όσοι καταφέρνουν να γίνουν πρόεδροι των ΗΠΑ δεν το κάνουν αντιστεκόμενοι στην πραγματικότητα. Το κάνουν κατανοώντας την και προσαρμόζοντας τις πράξεις τους σε αυτήν. Μέχρι να ορκιστούν έχουν πάρει ήδη πολλά σκληρά μαθήματα, αλλιώς δεν θα ήταν εκεί. Μια προεκλογική εκστρατεία αρκεί για να σβήσει τις όποιες ψευδαισθήσεις του εκάστοτε προέδρου. Μια κοινή πραγματικότητα για όλους τους, είναι ότι για τους οπαδούς τους αυτοί είναι οι λυτρωτές, ενώ για τους αντιπάλους είναι οι διάβολοι. Αυτή η αντίληψη οδηγείται από έναν φόβο, τον φόβο ότι κανείς δεν ελέγχεται. Υπ αυτήν την έννοια οι θεωρίες συνομωσιών αποτελούν παρηγοριά. Ότι δηλαδή, τουλάχιστον κάποιος, όσο κακός κι αν είναι, ελέγχει την κατάσταση.
Η ιδέα ότι το συνολικό ποσό των ανθρώπινων πράξεων υπερβαίνει την ικανότητα του οποιουδήποτε για να τις ελέγχει,  είναι τρομακτικό. Ο Ρούζβελτ είχε πει ότι το μόνο που πρέπει να φοβόμαστε είναι ο φόβος. Ήξερε πολύ καλά ότι η δουλειά του ήταν να καθησυχάζει τους πάντες, να τους πείθει δηλαδή ότι ήξερε τι κάνει, ακόμη κι αν εκ των υστέρων γνωρίζουμε πως ήταν παγιδευμένος και αυτός μέσα στην πραγματικότητα.
Η άποψή μου είναι πως  όλο αυτό το μαζικό οικοδόμημα της ανθρωπότητας, μπορεί να γίνει κατανοητό, και αυτό είναι το καθήκον μας. Δεν μπορεί όμως να ελεγχθεί, αν και κατά καιρούς μπορεί ίσως να διαμορφωθεί. Η εμπειρία μας λέει ότι οι πρόεδροι έρχονται και παρέρχονται σχετικά γρήγορα, αλλά το έθνος αντέχει για πολύ περισσότερο διάστημα. Γι αυτό παρατηρούμε το έθνος και όχι τους πολιτικούς. Η γεωπολιτική είναι η τέχνη της κατανόησης των δυνάμεων που επικρατούν, έτσι ώστε να μπορούμε να προβλέψουμε το που πάμε. Ο πυρήνας όμως αυτής της τέχνης είναι ότι οι πιο σημαντικές συνέπειες της ανθρώπινης δραστηριότητας δεν συμβαίνουν από πρόθεση, ούτε τις περίμενε να συμβούν ο εκάστοτε παίκτης.

George Friedman

Απόδοση: S.A.

1 σχόλιο: