25.1.17

Ρε λες...


Έκατσε αναπαυτικά στην μπαρόκ πολυθρόνα και ανακίνησε τα παγάκια στο χαμηλό ποτήρι. Λίγος κόκκινος περιπατητής το περιεχόμενο, του είχε ξεμείνει ένα μπουκάλι που θα το πήγαινε δώρο στον κουμπάρο, αλλά μετά μαλώσανε γιατί τον είχε προσβάλει για εκείνο το ΕΣΠΑ που είχε πάρει για να κάνει το παράπηγμα της θείας Τούλας στο νησί «ξενοδοχείο». Λες και δεν του το έφαγε εκείνος ο αλήτης που πήγε να του σφραγίσει τις επιταγές. Τον είχε πετύχει ένα Σαββάτο βράδυ σαν κι αυτό στην Πολιτεία και του έκανε σκηνή που γλεντοκοπούσε αντί να τον πληρώσει. Μαλάκας.

Στριφογύρισε λίγο στην πολυθρόνα, βγάζοντας μια νοσταλγική χαμηλή βοή. Τέτοια ώρα έπρεπε να είναι ήδη στο αμάξι και να κατηφορίζει προς «σφαγεία». Και ο περιπατητής να ήταν τουλάχιστον πράσινος. Η Λίτσα δεν έπινε τίποτε λιγότερο. Καλή κι αυτή. Όταν έπρεπε να διώξει από το μαγαζί κόσμο και την πήρε κι αυτή η μπάλα ήταν η μόνη που απαίτησε και πήρε αποζημίωση. Και τρίδιπλη. Τους άλλους τους κατάφερε με κάτι μαγκιές του Θωμά του λογιστή, αλλά αυτή βλέπεις έλεγε ότι θα τα καρφώσει όλα στη γυναίκα του.

Την άκουσε από μέσα να ροχαλίζει. Είχε κοιμηθεί από τις 7 το απόγευμα. Βλέπεις η κυρά Μέλπω είχε ξεχάσει τόσα χρόνια που έπηζε τυρόγαλα στο χωριό της και είχε συνηθίσει τα λούσα και τις εκδρομές. Αυτός μπουζούκια, αυτή ψώνια στο Μιλάνο. Αυτός Λίτσα, αυτή..? Ρε λες... Τέλος πάντων. Τώρα όμως, έπρεπε να δουλεύει 4ωρα σε σουπερμάρκετ για να βοηθήσει. Βάλε και τις 3 ώρες πηγαινέλα, αφού δεν καταδέχτηκε να πιάσει στην Καλαμαριά δουλειά και έτρεχε μέχρι τον Εύοσμο, μην και την πετύχει καμιά φίλη της.

Ξανακίνησε τα παγάκια. Καλές κάργιες κι αυτές. Όταν το μαγαζί είχε πιένες όλες τον ψιλοφλερτάρανε πίσω από την πλάτη της γυναίκας του, τώρα τον διέβαλαν και του φερόντουσαν σαν κανένα μπατακτσή. Λες και έπρεπε να μυρίσει αυτός τα δάκτυλά του ότι θα έβρισκαν τα πλαστά τιμολόγια με τις μαϊμούδες που πουλούσε στο μαγαζί. Τόσες λίστες, λαγκάρτ, μαγκάρτ, πως τις λένε, με τους μεγαλοκαρχαρίες, αυτόν βρήκανε. Πάλι καλά που είχε γράψει το σπίτι στον μικρό και τους έμεινε. Κι αυτή η σχωρεμένη η μάνα του, τότε με την αντιπαροχή πήγε και πήρε τρία μόνο διαμερίσματα από το τζαμπέ οικόπεδο που είχε καβατζώσει. Πάλι καλά που έδωσε μόνο ένα στον αδερφό του, γιατί δε θα είχαν τι να πουλήσουν και που να μείνουν.

Κι αυτός. Δε φτάνει που τον σπουδάσανε στο Λονδίνο και τον βολέψανε στην τράπεζα, ήθελε και σπίτι. Εμ γλέντησε τότε σαν φοιτητής, εμ τώρα θα πάρει το εφάπαξ όπου να ‘ναι και θα αράξει άρχοντας. Και αυτοί οι κανάγιες δεν λένε να τα βγάλουν τα εφάπαξ, μπας και τσιμπήσουμε κάνα ξεροκόμματο. Ε, ναι. Του χρωστάει ο αδερφούλης του χάρη. Ας μην του πήγαινε εκείνον τον μαντρά με τα σαπάκια από τη Γερμανία να κόβουν αβέρτα δάνεια και θα σου έλεγα εγώ αν θα τον κάνανε Διευθυντή. Και βγάζανε και όλοι τους και καμιά προμηθειούλα. Πως την πήρε άλλωστε την μπέμπα κι ο ίδιος. Τζιτζιλόνι όμως, όχι με γυρισμένα τα χιλιόμετρα όπως έκαναν στους άλλους, τι, αυτός δεν ήταν κορόιδο… Ρε λες...

Αλλά θυμήθηκε με το σπίτι και τον μικρό. Που είναι πάλι το ζωντόβολο. Αντί να κοιτάξει να στριμώξει κάνα πιπίνι σαββατόβραδο, πάλι σε εκείνους του τεκέδες θα είναι με τα φρίκουλα. Του πουλάνε και παπά, ότι και καλά είναι κοντοβράκια με τα μεγάλα κεφάλια και να δεις σε λίγους μήνες πως αυτοί θα λύνουν και θα δένουν στην πόλη. Ότι να ‘ναι. Λες και θα τους πάρει κανένας σοβαρά αυτούς τους αλητάμπουρες και τις αξύριστες και θα τους δώσει και θέση ευθύνης. Εντάξει, όλοι ίδιοι είναι, τους δικούς τους βολεύουν, δε θα ξεχάσω που τα κάναμε λαμπόγυαλο με τον ξάδερφο στο γραφείο του άλλου του γελοίου που το παίζει βουλευτής και μας έλεγε μαλακίες για ασέπ-χασέπ, λες και χρειαζόταν απολυτήριο λυκείου για να βολευτεί το ανιψάκι μου σε καμιά υπηρεσία. Τζάμπα τον σταυρώναμε που να μην βρει παπά να τον θάψει. Αλλά σιγά. Εδώ έχουν μαζέψει τόσους επιστήμονες, μέχρι και στον Παπαδάκη έβγαιναν, και θα πάνε να βάλουν δερβέναγες τα τσογλανάκια. Αλλά… Ρε λες…

Τελείωσε την τελευταία γουλιά του περιπατητή και σηκώθηκε να πάει το ποτήρι στην κουζίνα. Είδε το ρολόι. Πέρασε 12. Πρέπει να ξυπνήσει νωρίς να πάει να πιάσει σειρά. Ξημερώνει Κυριακή 25 Ιανουαρίου. Εκλογές. Μπας και δούμε καμιά άσπρη μέρα σκέφτηκε. Μας έφαγαν το μεδούλι αυτοί οι μαλάκες 40 χρόνια. Μπόχα, βρώμα και δυσωδία. Θέλουμε νέους ανθρώπους. Να μας δώσουν πίσω την αξιοπρέπειά μας. Το είχε αποφασίσει. Δαγκωτό Αλέξη. Δεξιά, αριστερά και μαλακίες. Σημασία έχει η πατρίδα: να δώσουν στον κοσμάκη λεφτά, να δώσουν τα εφάπαξ, να διορίσουν κάνα νέο να βρει δουλειά. Πάνω από όλα η πατρίδα. Κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα. Με ένα ελαφρό χαμόγελο. Τι υπέροχο συναίσθημα η ελπίδα. Και μόνο για αυτή τη χαρά και την αισιοδοξία, χαλάλι του του πιτσιρικά. Και πέντε από τα δέκα που είπε να έκανε θα απογειωνόταν η χώρα. Τόσα πράγματα υποσχέθηκε. Λες και υπήρχε περίπτωση να μην τα εφαρμόσει, με τόσους επιστήμονες πλάι του. Τι, τίποτε απατεώνες ήταν αυτοί, από τους άλλους καλύτεροι θα ήταν… Καθώς ξάπλωνε, γούρλωσε τα μάτια του με μια τελευταία σκέψη…

Ρε λες…

TopGunZ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου