30.5.17

Ως πότε θα αντέξει η Άννα;



"Συγγνώμη αλλά δεν θα έρθω αύριο. Δεν μπορώ να έρθω. Έχουν απεργία τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Άμα πάρω ταξί από το Μαρούσι για Φάληρο κι έπειτα πάλι πίσω, θα βγω εκτός προϋπολογισμού. Τριάντα ευρώ θα γράψει το ρολόι, και λίγα λέω. Δεν μού περισσεύουν...".




Η Άννα ήταν -το συνηθίζει- αφοπλιστικά ειλικρινής. Μακάρι να είχαμε αυτοκίνητο, να την πηγαινοφέρναμε εμείς. Μακάρι να δεχόταν να της πληρώσουμε ρεφενέ το ταξί, όπως σκοπεύαμε να κάνουμε με την ταβέρνα. Μα δεν υπήρχε περίπτωση. Θα έπρεπε, φευ, να συμφιλιωθούμε με την απουσία της απ' την εαρινή συνάντηση της εφηβικής μας παρέας…



Η Άννα κλείνει φέτος τα σαρανταεφτά και τυπικά δεν ανήκει σε ό,τι οι πολιτικοί αποκαλούν "ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού". Δεν είναι άνεργη - αποτελεί, αν και υπάλληλος, την ψυχή του βιβλιοπωλείου της γειτονιάς της. Δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα στέγης, οι γονείς της τής άφησαν ένα ευήλιο διαμέρισμα, όπου βολεύεται μια χαρά μαζί με τον δεκαεξάχρονο γιό της. Δεν δηλώνει αδυναμία να πληρώσει τη ΔΕΗ. Ούτε τις εισφορές που αυξάνονται μήνα με τον μήνα. Πιστή -πάση θυσία- στην παρακαταθήκη του πατέρα της να μη χρωστάει ποτέ τίποτα σε κανέναν, μετράει και ξαναμετράει τα λεφτά της, στερείται εν ανάγκη τον καφέ και τα τσιγάρα της, παραμένει εντούτοις πάντοτε "ταμειακώς εντάξει". 
Όσο αντέχει, θα διακονεί το ήθος και το ύφος της παλιάς καλής μεσαίας τάξης. Θα ντύνεται κομψά -με ρούχα έστω αγορασμένα από καλάθια στις εκπτώσεις-, θα πηγαίνει στο θέατρο -με πρόσκληση εν ανάγκη, προσφορά ραδιοφωνικού σταθμού-, θα καλεί φίλους στο σπίτι της και θα τους φτιάχνει πεντανόστιμες μακαρονάδες. 
Η Άννα δεν κατάπιε ούτε για μισή στιγμή το δόλωμα της "αντιμνημονιακής αληταρίας" όπως την αποκαλεί. Στην πιάτσα από τα δεκαοχτώ της, καταλάβαινε πολύ καλά -δεν είχε ανάγκη να διαβάσει εμβριθείς αναλύσεις- πώς ακριβώς η Ελλάδα χρεοκόπησε. Και γιατί, εάν δεν διαθέταμε το δίχτυ ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα ξαναζούσαμε σκηνές κατοχής και εμφυλίου. Θα οργίαζαν οι μαυραγορίτες. Θα σφάζονταν στους δρόμους συμμορίες με ιδεολογικό προσωπείο.
Η Άννα, με θείο που βασανίστηκε στη Μακρόνησο και άλλον θείο  που έπεσε ηρωικά πολεμώντας με τον Εθνικό Στρατό στο Γράμμο, έχει εξ'απαλών ονύχων αφομοιώσει πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη κατάρα από τον Διχασμό. Κι ότι όσοι σκούζουν εκκωφαντικά υπέρ του λαού και της πατρίδας, είναι εκείνοι ακριβώς που λαχταράνε να κυλήσει αίμα αδελφικό. Για να το πιούν.
Η Άννα πιστεύει ολόψυχα στην ανάγκη να εξελιχθεί κάποτε η Ελλάδα σε μια κανονική χώρα. Με νόμους που δεν θα θυμίζουν απ'την ψήφιση τους σουρωτήρια. Με κράτος που θα προνοεί για τους πιό αδύναμους, ακόμα και για τους πιό απερίσκεπτους. Με εκπαίδευση η οποία θα παρέχει ουσιαστικά εφόδια, δεν θα σού δίνει μόρια για το δημόσιο μα δεξιότητες ώστε να κερδίζεις τη ζωή σου. Με δημόσια υγεία που θα εξασφαλίζει αξιοπρεπή περίθαλψη στον οποιονδήποτε. 
Η Άννα θα στηρίξει όλες τις μεταρρυθμίσεις προς την παραπάνω κατεύθυνση. Η Άννα όμως ζορίζεται. Ζορίζεται άσχημα. 
Το κομπόδεμα, που είχε φτιάξει τις χαρισάμενες εποχές -"για μια ώρα ανάγκης"- κι απ'το οποίο επιδοτούσε το βαλάντιό της, έχει πλέον εξανεμιστεί. Πρέπει να τα βγάζουν πέρα, εκείνη και ο γιός της, με τριάντα ευρώ την ημέρα σκάρτα. Το σούπερ μάρκετ δεν έχει φτηνήνει. Ούτε βεβαίως τα καλά φροντιστήρια.  
"Οι θεομπαίχτες, οι Συριζανέλ, αργά ή γρήγορα θα μάς αδειάσουν τη γωνιά" σκέφτεται. "Θα τους διαδεχθεί μία κυβέρνηση, η οποία θα διαθέτει ένα μίνιμουμ σοβαρότητας. Δεν θα πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες, δεν θα κάνει κουτσαβάκικες διαπραγματεύσεις που θα μας φεσώνουν δεκάδες δισεκατομμύρια. Θα λάβει -λέει- μέτρα για την ουσιαστική ανάκαμψη, για την τόνωση της επιχειρηματικότητας, για την προσέλκυση επενδύσεων... Αμήν. Πώς ακριβώς όμως τα μέτρα της θα βελτιώσουν τη δική μου κατάσταση; Ακόμα κι αν αντιστραφεί άρδην το γενικό κλίμα, θα επηρεαστεί διόλου η καθημερινότητα μιάς πενηντάρας σχεδόν εμποροϋπαλλήλου;  Ή θα με γράψουν στα κατάστιχά τους σαν χαμένη περίπτωση, μέρος ενός πολτού ο οποίος δεν διαθέτει τις απαραίτητες για τον 21ο αιώνα δεξιότητες; Ενός πληθυσμού επαγγελματικά γερασμένου, ανίκανου να προσαρμοστεί στις νέες απαιτήσεις, προορισμένου να φυτοζωεί ώσπου να πεθάνει; 


Ας υποθέσουμε ότι ο τουρισμός καλπάζει, πως πραγματοποιούνται μεγαλεπήβολα έργα, ότι στη θέση του αεροδρομίου του Ελληνικού φυτρώνει -πότε αλήθεια;- ένα Ελντοράντο κι ότι ο Πειραιάς εξελίσσεται στο πιό πολυσύχναστο λιμάνι της Ευρώπης. Θα φωτιστεί έστω και εξ αντανακλάσεως το Μαρούσι, η Κυψέλη, ο Βύρωνας, γειτονιές που ξεχείλισαν από κόσμο σε μια πρό-προηγούμενη ιστορική φάση, κόσμο που σήμερα ασφυκτιά;"
Η Άννα ποντάρει το αίμα της καρδιάς της στο μέλλον του γιού της δίχως να περιμένει κανενός είδους αντίδωρο. Το έχει πάρει για τον εαυτό της απόφαση πως θα δουλεύει όσο τη βαστούν τα πόδια της κι όσο δεν την προδίδει το μυαλό της. Ξέρει ωστόσο ότι οι συνομήλικοί της είναι αριθμητικά περισσότεροι από τη γενιά των παιδιών τους, ας μη μιλήσουμε δε για τα εγγόνια. Συνειδητοποιεί ότι το δημογραφικό πρόκειται να εξελιχθεί σε βρόγχο για την Ελλάδα. Τής ίδιας δεν τής φαίνεται καθόλου τραγικό να γεράσει τρώγοντας μακαρόνια και φακές, διαβάζοντας βιβλία, βλέποντας ταινίες στον υπολογιστή της, φροντίζοντας τα λουλούδια στο μπαλκόνι της. (Ίσως επειδή έζησε άγρια νιάτα, γλέντησε, ερωτεύτηκε, ταξίδεψε, τα δοκίμασε σχεδόν όλα...) Κοιτάει εντούτοις γύρω της, συνομιλεί με γείτονες και με πελάτες στο βιβλιοπωλείο. Και μας το λέει ορθά-κοφτά:
"Εγώ θα αντέξω, μη με φοβάστε. Οι γύρω μου όμως, τέως μικρομεσαίοι, δεν πρόκειται. Άμα δεν δουν χαϊρι με την επόμενη κυβέρνηση, μεθεπόμενη στάση Χρυσή Αυγή. Όπως το ακούτε. Χρυσή Αυγή."

Χρήστος Χωμενίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου